-
21 ἔλεος
милость, милосердие, жалость, сострадание, сочувствие; син. οἰκτιρμός, χάρις; (ἔλεος) подчеркивает сострадание или оказание милости и доброты человеку в жалком состоянии, а χάρις говорит о незаслуженном даре без ожидания воздаяния или возврата; LXX: почти всегда (חֶסֶד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔλεος
-
22 ἔλεος
τὸ ἔλεος, ἐλέους жалость, милость (ср. елейный) -
23 ἔλεος
Βλ. λ. έλεος -
24 ἕλεος
Βλ. λ. έλεος -
25 Ἔλεος
Βλ. λ. Έλεος -
26 Ἕλεος
Βλ. λ. Έλεος -
27 Ἔλεος
МилостьἔλεοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἔλεος
-
28 ἔλεος
милостьмилости ἜλεοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔλεος
-
29 ἔλεος
-ου ὁ N 2 0-0-6-5-5=16 Is 60,10; 63,7.15; 64,3; Mi 6,8pity, mercy, compassion; see ἔλεος,-ουςCf. SPICQ 1982, 252-254; →TWNT -
30 ἔλεος
-ους + τό N 3 15-45-31-153-94=338 Gn 19,19; 24,12.14.44.49pity, mercy, compassion Gn 19,19ἔλεος ποιέω ἔν τινι to deal mercifully with Gn 40,14; id. [ἐπί τινα] TobS 7,12; id. [μετά τινος] Gn 24,12;id. [τινι] Gn 24,14Cf. GRIBOMONT 1959, 83-85; LE BOULLUEC 1989, 338; →NIDNTT -
31 έλεος
[элэос] ουσ. о. сострадание, милосердие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έλεος
-
32 έλεος
[элэос] ουσ ο сострадание, милосердие. -
33 έλεος
la merc'e -
34 έλεος
милоcрдиеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > έλεος
-
35 ελεος
merhamet, acıma, insaf -
36 έλεος
mercyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έλεος
-
37 πολυ-έλεος
πολυ-έλεος, sehr mitleidig, LXX.
-
38 φιλ-έλεος
φιλ-έλεος, Mitleid liebend, gern mitleidig, K. S.
-
39 στο έλεος του..
a merc'e del.. -
40 elaman
ελεος, νισάφι.
См. также в других словарях:
Ἔλεος — masc nom sg Ἔλεος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλεος — pity neut nom/voc/acc sg ἔλεος pity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεός — kitchen table masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελεός — ο (ΑΜ ἐλεός) πτηνό τής οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι αρχ. τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας … Dictionary of Greek
Ἕλεος — Ἕλος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλεος — ἕλος marsh meadow neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλέω — Ἔλεος masc/neut nom/voc/acc dual Ἔλεος masc/neut gen sg (doric aeolic) Ἔλεος masc nom/voc/acc dual Ἔλεος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεῶν — ἔλεος pity neut gen pl (attic epic doric) ἐλέα reed warbler fem gen pl ἐλεάω pres part act masc voc sg ἐλεάω pres part act neut nom/voc/acc sg ἐλεάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐλεάω pres part act masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεώτερον — Ἔλεος adverbial comp Ἔλεος masc acc comp sg Ἔλεος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)