-
1 Club
subs.Political associations: Ar. and P. σύνοδος, P. ἑταιρεία, ἡ, ἔρανος, ὁ, σύστασις, ἡ, συνωμοσία, ἡ, τὸ ἑταιρικόν.Clubs formed to influence trials and elections: P. συνωμοσίαι ἐπὶ δίκαις καὶ ἀρχαῖς (Thuc. 8, 54).Club together, v. trans.: P. συντελεῖν; see Contribute.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Club
См. также в других словарях:
ἑταιρικόν — ἑταιρικός of masc acc sg ἑταιρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek