-
1 χθων
χθονός ἥ1) земля, почва(ἐπὴ χθονὴ βαίνειν Hom.)
ἐπὴ χθόνα ἀποβαίνειν ἐξ ἵππων Hom. — сойти с коней на землю, спешиться;χθόνα ταράσσειν Pind. — ворочать, т.е. обрабатывать землю;χθόνα δύμεναι Hom., Hes. — погрузиться в землю, т.е. умереть;κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά Soph. — хоронить кого-л.;οἱ ὑπὸ χθονός Aesch., Soph. — усопшие;κατὰ χθονὸς θεαί Aesch. — богини подземного царства2) земля, мир(ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch.; πάντων ἄριστος ἀνέρ τῶν ἐπὴ χθονί Soph.)
3) земля, страна, край(χ. Ἀσία Aesch.; χ. Κορινθία Soph.)
κεκευθέναι πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. — быть погребенным во вражеской стране;ἥδε χ. Soph. — эта, т.е. наша страна4) город(τῆσδε δημοῦχος χθονός Soph.)
См. также в других словарях:
ἀποβαίνειν — ἀποβαίνω step off from pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek