-
1 αντιλογικη
ἡ и ἀντιλογικόν τό искусство спорить Plat. -
2 αντιλογικός
η, ό[ν] 1. противоречащий логике, неразумный; бессмысленный;2. 1):η αντιλογική — и τό αντιλογικόν — искусство спора;
2) πλ. (οί) философы-софисты
См. также в других словарях:
ἀντιλογικόν — ἀντιλογικός given to contradiction masc acc sg ἀντιλογικός given to contradiction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)