-
1 заика
ο τραυλός, ο βραδύγλωσσος, ο ψευδός- ние ο τραυλισμός, το τραύλισμαη βρα-δυγλωσσία, το ψεύδισμα, η τραυλοτηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заика
-
2 кривда
кривдаж фольк. τό ψεύδος, τό ψέμα, ἡ ψευτιά. -
3 лживость
лжи́в||остьж ἡ ψευτιά, τό ψεύδος. -
4 неправда
неправд||аж ἡ ἀνάλήθεια / τό ψέμμα, τό ψεύδος (ложь):говорить \неправдау λέγω ψέμματα, ψεύδομαι· $то \неправда εἶναι ψέμμα, δέν εἶναι ἀλήθεια· ◊ всеми правдами и \неправдаами μέ ὀλα τά θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα -
5 неприкрытый
неприкрыт||ыйприл ἀπροκάλυπτος, φανερός:\неприкрытыйая ложь τό ἀπροκάλυπτον ψεύδος. -
6 опровергать
опровергатьнесов, опровергнуть сов διαψεύδω, ἀναιρώ, ἀνασκευάζω:\опровергать слухи διαψεύδω τίς φήμες· \опровергать возведенное обвинение ἀναιρῶ τήν κατηγορία· \опровергать ложь ἀναιρώ τό ψεῦδος· \опровергать доводы противника ἀνασκευάζω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου· \опровергать самого́ себя φάσκω καί ἀντιφάσκω. -
7 фальшь
фальшьж ἡ ψευτιά, τό ψέμμα, τό ψεῦδος/ ἡ προσποίηση, ἡ ὑποκρισία (лицемерие). -
8 шепелявый
шепеляв||ыйприл ψευδός, τσευδός. -
9 ложь
ложьж τό ψέμα, τό ψεύδος, ἡ ψευτιά:изобличать кого́-л. во лжи πιάνω κάποιον νά λέει ψέμματα, ξεσκεπάζω τήν ψευτιά κάποιου. -
10 falsehood
noun ((the telling of) a lie: She is incapable of (uttering a) falsehood.) ψέμα,ψεύδος -
11 falsity
noun ψεύδος -
12 картавый
επ., βρ: -тав, -а, -оψευδός, τσευδός. -
13 косноязычный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; τραυλός, ψευδός, βραδύγλωσχϊος. || ασαφής, δυσνόητος (για ομιλία). -
14 лживость
-и θ.ψευτιά, ψέμα, ψεύδος. -
15 ложность
-и θ.το ψεύτικο• ψέμα, ψεύδος. -
16 ложь
лжи θ. ψέμα, ψεύδος. || επινόηση. -
17 шепелявый
επ., βρ: -яв, -а, -оτσευδός, ψευδός. -
18 Cramp
subs.Use Ar. and P. τέτανος, ὁ.——————v. trans.Confine: P. and V. εἴργειν, κατείργειν.Hinder, shackle: P. and V. ἐμποδίζειν.Restrain: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν.They are sorely warped and cramped by having recourse to falsehood and mutual injuries: P. ἐπὶ τὸ ψεῦδός τε καὶ τὸ ἀλλήλους ἀνταδικεῖν τρεπόμενοι πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται (Plat., Theaet. 173A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cramp
-
19 Falsehood
subs.P. and V. ψεῦδος, τό, V. ψύθος, τό, P. ψευδολογία, ἡ.Tell falsehoods, v.: P. and V. ψεύδεσθαι, V. ψευδηγορεῖν, ψευδοστομεῖν.Tell falsehoods against: Ar. and P. καταψεύδεσθαι (gen.).Telling falsehoods, adj.: Ar. ψευδολόγος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Falsehood
-
20 Fiction
subs.Invention, forgery: P. πλάσμα, τό.Lie: P. and V. ψεῦδος, τό.Fictitious story: P. and V. μῦθος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fiction
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψεῦδος — falsehood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… … Dictionary of Greek
ψευδός — ή, ό, Ν αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά … Dictionary of Greek
ψευδός — ή, ό αυτός που δεν έχει καλή άρθρωση, ο τραυλός. Επίρρ. ψευδά: Μιλάει ψευδά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεύδος — το ους, καθετί που δεν είναι αληθινό, το ψευδολόγημα, το ψέμα, η ψευτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρώτον ψεύδος — (proton pseudos) (греч.) первичная ложь. Ошибочный начальный тезис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ψεύδε' — ψεύδει , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg ψεύδει , ψεύδω cheat by lies pres ind act 3rd sg ψεύδεο , ψεύδω cheat by lies pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ψεύδεαι , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ψεύδεο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek