-
1 parola
σύνθημα -
2 slogan
σύνθημα, σλόγκαν -
3 password
σύνθημα -
4 hasło
σύνθημα -
5 лозунг
-а α.1. σύνθημα•выдвинуть (выкинуть, провозгласить) лозунг ρίχνω το σύνθημα.
2. πλακάτ με σύνθημα•повесить лозунг κρεμώ σύνθημα.
-
6 сигнал
-а α.1. σημείο, σήμα, σύνθημα, σινιάλο•сигнал воздушной тревоги σύνθημα αεροπορικού συναγερμού•
световой сигнал οπτικό (φωτεινό) σήμα•
дорожные -ы οδικά σήματα•
звуковой сигнал ακουστικό σήμα•
сигнал сбора σύνθημα συγκέντρωσης•
по первому -у με το πρώτο σύνθημα•
давать (дать) сигнал δίνω σήμα, σηματοδοτώ.
2. μτφ. ένδειξη. || μτφ. προειδοποίηση, προμήνυμα, προοίμιο•сигнал бедствия σήμα κινδύνου.
-
7 сигнал
сигналм τό σύνθημα, τό σήμα, τό σινιάλο:звуковой \сигнал τό ἡχητικό σύνθημα, τό ἡχητικό σινιάλο· световой \сигнал φωτεινό σινιάλο, σήμα μέ φανάρι· \сигнал бедствия τό σήμα κινδύνου· \сигнал возду́шной тревоги σήμα ἀεροπορικού συναγερμοῦ· подавать \сигнал σηματοδοτώ, δίνω σήμα· по первому \сигналу μέ τό πρῶτο σύνθημα·2. перен (предупреждение, знак, признак) ἡ προειδοποίηση [-ις], τό προμήνυμα. -
8 девиз
-
9 знак
знак м 1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα \знаки препинания τα σημεία της στίξης восклицательный \знак το θαυμαστικό вопросительный \знак το ερωτηματικό дорожный \знак το σήμα της τροχαίας условный \знак το σύνθημα 2) η ένδειξη в \знак дружбы σ'ένδειξη φιλίας в \знак протеста σ'ένδειξη διαμαρτηρίας ◇ \знаки отличия воен. τα διακριτικά* * *м1) το σημάδι, το σημείο, το σήμαзнаки препина́ния — τα σημεία της στίξης
восклица́тельный знак — το θαυμαστικό
вопроси́тельный знак — το ερωτηματικό
доро́жный знак — το σήμα της τροχαίας
усло́вный знак — το σύνθημα
2) η ένδειξηв знак дру́жбы — σ'ένδειξη φιλίας
в знак проте́ста — σ'ένδειξη διαμαρτηρίας
••знаки отли́чия — воен. τα διακριτικά
-
10 лозунг
-
11 отзыв
отзыв м 1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση (оценка)· положительный \отзыв η έγκριση 2) (пароль ) το σύνθημα* * *м1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση ( оценка)положи́тельный о́тзыв — η έγκριση
2) ( пароль) το σύνθημα -
12 пароль
-
13 призыв
призыв м 1) (обращение ) η έκκληση 2) (лозунг ) το σύνθημα 3) воен. η κλήση, η πρόσκληση* * *м1) ( обращение) η έκκληση2) ( лозунг) το σύνθημα3) воен. η κλήση, η πρόσκληση -
14 лозунг
лозунгм τό σύνθημα:выдвигать \лозунг ρίχνω τό σύνθημα. -
15 пароль
вчт. το σύνθημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пароль
-
16 сигнал
το σήματο σύνθηματο σινιάλο (ξεν.)передавать - εκπέμπω το -, μεταδίδω το -преобразовывать - μετασχηματίζω/μετατρέπω το -аварийный - κινδύνου/αβαρίαςвидимый - ορατό -, οπτικό -входной - εισόδου, εισερχόμενο -выходной - εξόδου, εξερχόμενο -опознавательный - αναγνώρησης, διακριτικό -позывной рад. - το (διεθνές) διακριτικό -цветовой - (тлв.) έγχρωμο -- θύελλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнал
-
17 выбрасывать
выбрасыватьнесов1. ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ πετάω ἔξω (о волнах, море и т. п.)·2. (выпускать, исключать) βγάζω, διαγράφω· 3.:\выбрасывать товары на рынок разг ρίχνω τά ἐμπορεύματα στήν ἀγορά· ◊ \выбрасывать лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выбрасывать кого́-либо на у́лицу ρίχνω κάποιον στους πέντε δρόμους· \выбрасывать что́-л. из головы βγάζω ἀπ' τό μυαλό μου (или ἀπ' τό κεφάλι μου). -
18 выкинуть
выкинутьсов см. выкидывать· ◊ \выкинуть штуку (номер) σκαρώνω δουλειά· \выкинуть из головы βγάζω ἀπ· τό κεφάλι μου, λησμονώ· \выкинуть лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выкинуть флаг мор. ἀνυψώνω τή σημαία. -
19 девиз
девизм τό ἐμβλημα, τό σύνθημα. -
20 знак
знакм1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:\знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·2. (признак):\знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.).
См. также в других словарях:
σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… … Dictionary of Greek
σύνθημα — το 1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. 2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήματι — σύνθημα anything agreed upon neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)