-
1 σοβαρον
-
2 κατακλαω
I1) ломать(ἀνθερίκων καρπόν Hom.; τὰ δόρατα Her.; τὰς ῥάβδους Plut.; τοὺς ἄρτους NT.)
2) преломлять, отклонять(ἥ ὄψις κατακλωμένη Plut.)
ὄμματα κατακεκλασμένα Arst. — раскосые глаза3) гнуть, нагибать(αὐχένα ἐπὴ γαίης Theocr. - in tmesi)
4) перен. ломать, подавлять(τὸ θράσος, τὸ σοβαρόν Plut.)
5) потрясать, надрывать, расстраивать, волновать(φίλον ἦτόρ τινι Hom.; τοὺς παρόντας Plat.; τέν διάνοιάν τινι Plut.)
6) надламывать, расслаблять (sc. τινα τῷ πώματι Eur.; τῇ μέθῃ κατακεκλασμένος Plut.)7) ( о голосе) понижатьII -
3 φλοιωδης
-
4 εξελίσσω
μετ.1) развивать, способствовать эволюции; 2) развивать, развёртывать;1) — развиваться, эволюционизироваться;εξελίσσομαι
2) развиваться, развёртываться;τα γεγονότα εξελίσσονται γρήγορα — события развиваются быстро;
3) становиться, делаться, превращаться;εξελίσσεται εις σοβαρόν επιστήμονα — он становится видным учёным
См. также в других словарях:
σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
σοναρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥωμαλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε σοβαρόν ή σθεναρόν] … Dictionary of Greek