-
1 δυσις
1) заход, закат(ἄστρων δύσεις Aesch., Arst.; δ. τε καὴ ἀνατολέ ἡλίου Plat.)
2) (тж. τὸ πρὸς δύσει μέρος Polyb.) западπρὸς (ἡλίου) δύσιν Thuc., Arst. и πρὸς τὰς δύσεις Polyb. — на запад, к западу;
πρὸς δύσει и πρὸς ταῖς δύσεσι Polyb. — с запада
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek