-
1 προέμβολον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέμβολον
-
2 προέμβολα
προέμβολονneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
προέμβολον — τὸ, Α [ἔμβολον] το πρόσθιο άκρο τού εμβόλου τού πλοίου, κατασκευασμένο από μέταλλο ή ενισχυμένο με μέταλλο … Dictionary of Greek
προέμβολα — προέμβολον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβολίς — ίδος, ἡ, Α το προέμβολον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέμβολον + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
προεμβόλιον — τὸ, Α [προέμβολον] το προέμβολον* … Dictionary of Greek