-
81 κηρόδετος,
κηρό-δετος, u. κηρο-δέτης, ὁ, mit Wachs verbunden, befestigt; πνεῦμα, das Blasen auf dieser -
82 κηροδέτης
κηρό-δετος, u. κηρο-δέτης, ὁ, mit Wachs verbunden, befestigt; πνεῦμα, das Blasen auf dieser -
83 μαραίνω
μαραίνω, eigtl. das Brennende auslöschen, ersticken, pass. = allmälig zu brennen aufhören, vom Feuer, das allmälig zusammensinkt u. erlischt; bes. von Krankheiten: ausdörren, aufreiben, verzehren (von der Fieberhitze hergenommen); auch μάραινε δευτέροις διώγμασιν, vernichte ihn; pass. allmählich verzehrt werden, hinschwinden; πάνϑ' ὁ μέγας χρόνος μαραίνει, die Zeit vernichtet alles, im Ggstz von φλέγω; ὄψεις μαρᾶναι, die Augen auslöschen, blenden; von der Lampe; im eigentlichen Sinne vom Flusse, μαραίνεσϑαι, austrocknen; πνεῦμα, läßt nach -
84 μυκτηρόκομπον
μυκτηρό-κομπον πνεῦμα, aus der Nase schallend, vom Schnauben der Rosse, gleichsam 'nüsternstolz' -
85 ὀχετηγός
ὀχετ-ηγός, einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend; übertr., πνεῦμα ὀχετηγόν, von der Flöte; ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott -
86 πνευματικός
πνευματικός, zum Winde, Hauche, Atem gehörig; μόριον, Organ zum Atemholen; windig, dem Winde od. Blähungen ausgesetzt, voll von Winden od. Blähungen; trans., blähend u. aufblasend; beseelt, geistig; πνευματικοί hieß auch eine Sekte von Ärzten, welche alles aus dem πνεῦμα in Physiologie u. Pathologie erklären wollten -
87 πρῶρα
πρῶρα, ἡ, das vordere Ende des Schiffes, Schiffsvorderteil; ἐπειδὰν πνεῠμα τοὐκ πρώρας ἀνῇ, der widrige Wind. Übh. die Vorderseite -
88 ψῡχικός
ψῡχικός, von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig; δύναμις, πνεῦμα, Lebenskraft, Odem; ὁρμαί, im Ggstz von σωματικός, geistig; δῶρα ψυχικά, entweder Tieropfer od. von Herzen gern dargebracht
См. также в других словарях:
πνεῦμα — blast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
πνεύμα — το, ατος 1. ο νους και οι λειτουργίες του: Σκοτίστηκε το πνεύμα μου. 2. ψυχική και διανοητική κατάσταση: Πνεύμα κατανόησης επικράτησε στις συζητήσεις. 3. ιδέα, νόημα, σκοπός, άποψη: Μ αυτό το πνεύμα μίλησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν … Dictionary of Greek
Άγιον Πνεύμα — Sp Ãgion Pnevmà Ap Άγιον Πνεύμα/Agion Pnevma L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πνεῦμ' — πνεῦμα , πνεῦμα blast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pneumatic (Gnosticism) — πνεύμα, spirit The highest order of humans as opposed to hylics. spiritual, fully initiated. immaterial, souls. The Pneumatic saw himself as escaping the doom of the material world via the secret knowledge … Wikipedia
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek