-
1 πτοεω
эп. πτοιέω1) приводить в ужас, устрашать, пугать(ἀγέλας Anth.)
; med.-pass. приходить в ужас, пугаться Aesch., NT.2) возбуждать, волновать, увлекать ; pass. быть охваченным страстью, быть увлеченным(μετά τινα Hes., περί τι Arst., Plut., εἴς и ἐπί τι Luc. и πρός τι Plut.)
ἐπτοημένοι φρένας Aesch. — охваченные страстью;ἔρωτι δ΄ αὐτὸς ἐπτοάθης (aor. pass.) Eur. — ты сам загорелся любовью;τὸ περὴ τὰς ἐπιθυμίας μέ ἐπτοῆσθαι Plat. — бесстрастие, невозмутимость;
См. также в других словарях:
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek