-
1 περιεχω
περιέχω, περιΐσχω(fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)1) окружать, охватывать, окаймлять(τὸ χωρίον, ἥ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.)
; pass. быть окруженным(ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.)
π. τῷ κέρᾳ Thuc. — совершать фланговый обход;ὅ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. — атмосфера;αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. — климатические различия;αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. — внешние линии (очертания)2) обнимать, охватывать(τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.)
τὸ περιέχον καὴ τὸ περιεχόμενον Arst. — объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное;ὄνομα περιέχον Arst. — общее имя, т.е. отвлеченное понятие;θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT. — ужас объял его3) med. ограждать, защищать, заступаться(τινος Hom.)
4) med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желатьτωύτοῦ π. Her. — стремиться к одному и тому же;
περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μέ ἐκλιπεῖν τέν τάξιν Her. — (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста5) содержаться, т.е. быть написанным -
2 περιισχω...
περιΐσχω...περιέχω, περιΐσχω(fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)1) окружать, охватывать, окаймлять(τὸ χωρίον, ἥ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.)
; pass. быть окруженным(ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.)
π. τῷ κέρᾳ Thuc. — совершать фланговый обход;ὅ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. — атмосфера;αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. — климатические различия;αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. — внешние линии (очертания)2) обнимать, охватывать(τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.)
τὸ περιέχον καὴ τὸ περιεχόμενον Arst. — объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное;ὄνομα περιέχον Arst. — общее имя, т.е. отвлеченное понятие;θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT. — ужас объял его3) med. ограждать, защищать, заступаться(τινος Hom.)
4) med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желатьτωύτοῦ π. Her. — стремиться к одному и тому же;
περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μέ ἐκλιπεῖν τέν τάξιν Her. — (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста5) содержаться, т.е. быть написанным -
3 ιδεα
ион. ἰδέη (ῐ) ἥ [ἰδεῖν]1) внешний вид, внешность, наружность(ἥ ἰ. αὐτοῦ ὡς ἀστραπή NT.)
τέν ἰδέαν καλός Plat. — красивый на вид, красивой наружности;κοῖλα παντοδαπὰ καὴ τὰς ἰδέας καὴ τὰ μεγέθη Plat. — впадины, различные как по форме, так и по размерам;τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Plat. — по внешнему виду2) видимостьἡ τοῦ θήλεος ἰ. Arst. — женоподобие;
γνώμην ἐξαπατῶσ΄ ἰδέαι Anth. — видимость, вводящая в обман (досл. обманывающая разум)3) вид, род, тип, качество, сортφύλλα τοιῆσδε ἰδέης Her. — листья такого свойства;
τὸ φρέαρ τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας Her. — колодец, который доставляет три категории (горнопромышленных продуктов);πᾶσα ἰ. θανάτου Thuc. — всякий вид смерти;πολλαὴ ἰδέαι πολέμων Thuc. — многие виды войн;ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Δήμητρα θεὰν κελαδεῖν Arph. — прославлять богиню Деметру другим родом гимнов4) лог. род, класс, категория или видτὸ τῶν ἰχθύων γένος πολλὰς περιέχον ἰδέας Arst. — род рыб, содержащий много видов
5) способ, образ, формаἐφρόνεον διφασίας ἰδέας Her. — (эретрийцы) задумали два различных плана;
πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες Thuc. — испробовав все способы;τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ Thuc. — таким же образом;τίς ἰ. βουλήματος ; Arph. — что за затея?6) филос. идея, общее свойство, начало, основание, принципμίᾳ ἰδέᾳ τὰ ὅσια (sc. ἐστίν) Plat. — праведные поступки являются праведными в силу единого (общего им) начала;
εἰς μίαν τέν ἰδέαν ἄγειν τὰ πολλαχῆ διεσπαρμένα Plat. — к единому началу сводить там и сям рассеянные элементы;μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν διαισθάνεσθαι Plat. — распознавать единое начало во многих вещах7) ( в идеалистической философии) идея, первообраз, идеальное начало (общий образ сущего, постигаемый умом)ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Plat. — идея блага;
οἱ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι Arst. — устанавливающие в качестве причин (эмпирического мира) идеи, т.е. представители идеалистической философии
См. также в других словарях:
περιέχον — περϊέχον , περιέχω encompass pres part act masc voc sg περϊέχον , περιέχω encompass pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίεχον — περΐεχον , περιέχω encompass imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) περΐεχον , περιέχω encompass imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
FLORILEGIUM — Graece Α᾿νθολόγιον, nomen libri apud Graecos Ecclesiasticis qui primo sui ortu tenuis, nec magnae aestimationis, subinde notus accessionibus auctus, tandem in immensum excrevit. Titulus est, Α᾿νθολόγιον τοῦ ὅλου ενναυτοῦ, περιέχον τινας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
STOBAEUS Johannes — antiquus auctor, scripsit saeculi 4. ann. 5. sententias ex Graecorum thesautis delectas, item Eclogarum libros 2. quorum prior Physicas, posterior Ethicas complectitur. Ex veteribus autem neminem invenio, qui Stobaei mentionem, fecerit nisi quôd… … Hofmann J. Lexicon universale
προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
Αχέλης, Αντώνιος — (16ος αι.). Ποιητής από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Έγραψε το ποίημα Bιβλίον συν Θεώ περιέχον της Μάλτας πολιορκίαν, στο οποίο περιγράφει την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους και την άμυνα των Ιπποτών το 1565. Το έργο αυτό έχει μόνο… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μοσχοπολίτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός από τη Μοσχόπολη. Διετέλεσε δάσκαλος στην πατρίδα του και το 1753 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας από τον Ευγένιο Βούλγαρι. Αργότερα διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα στην Ουγγαρία και… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek