-
1 πεντ-ώβολος
πεντ-ώβολος, von fünf Obolen, τὸ πεντώβολον, ein Fünfobolenstück; πεντώβολον ἡλιάσασϑαι, Ar. Equ. 795, für fünf Obolen Richter sein; κυλίκιον τοῠ πεντωβόλου, vom Fünf-Obolen-Wein, Lycophr. bei Ath. X, 420 c.
-
2 πεντώβολος
πεντ-ώβολος, von fünf Obolen, τὸ πεντώβολον, ein Fünfobolenstück; πεντώβολον ἡλιάσασϑαι, für fünf Obolen Richter sein; κυλίκιον τοῠ πεντωβόλου, vom Fünf-Obolen-Wein -
3 ἡλιάζω
ἡλιάζω, 1) sonnen, im med. sich sonnen, Arist. H. A. 9, 5. – 2) ein Richter in der ἡλιαία sein, Heliast sein, ἡλιάζεις in dor. Form, Ar. Lys. 380; sonst im med., πεντώβολον (für 5 Obolen) ἡλιάσασϑαι Equ. 795; mit einem Wortspiele Vesp. 772 ἢν ἐξέχῃ εἵλη, κατ' ὄρϑρον ἡλιάσει πρὸς ἥλιον. Auch im Gesetz bei Dem. 24, 50, ἐάν τις όφείλων τῷ δημοσίῳ ἡλιάζηται, u. Lys. bei Harpocr.
См. также в других словарях:
πεντώβολον — πεντώβολος of masc/fem acc sg πεντώβολος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма … Википедия
πεντώβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών 3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώβολος (<… … Dictionary of Greek