-
1 παρατυγχανω
(fut. παρατεύξομαι, aor. παρέτῠχον) случайно оказываться, попадать(ся), присутствовать(τινί Hom.; τῇ μάχῃ Polyb.)
ἐν τοῖς λόγοις π. Plat. — случайно присутствовать при беседе;λαβόντες ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Plat. — схватив какое кому попалось оружие;ὅ παρατυχών Thuc., Xen. и ὅ παρατυγχάνων NT. — первый попавшийся, первый встречный;πρὸς τὸ παρατυγχάνον Thuc. — в зависимости от обстоятельств;ἐν τῷ παρατυχόντι Thuc., и ἐκ τοῦ παρατυχόντος Plat. — смотря по (сообразно) обстоятельствам;παρατυχὸν ποιεῖν τι Thuc. — поскольку представился случай сделать что-л.
См. также в других словарях:
παρατυγχάνον — παρατυγχάνω happen to be near pres part act masc voc sg παρατυγχάνω happen to be near pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… … Dictionary of Greek