-
1 λιστρεύω
-
2 λιστρεύω,
λιστρεύω, u. λιστραίνω, umgraben, umhacken; ξύειν, περισκάπτειν, wohl das umgegrabene Erdreich ebenen -
3 λιστραίνω
λιστρεύω, u. λιστραίνω, umgraben, umhacken; ξύειν, περισκάπτειν, wohl das umgegrabene Erdreich ebenen
См. также в других словарях:
ξύειν — ξύ̱ειν , ξύω scratch pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
REPUMICATIO et politura gemmarum — quas frigus hirtas ac retorridas reddiderit, apud Plin. l. 17. c. 26. Gemmas, si frigus retorridas hirtasque fecerit, repumicatio et quaedam politura, scil. restituit: Graec. Α᾿πόκνηςις est. Α᾿ποκνήςαςθαι enim ἀποξύειν, depectere, polire,… … Hofmann J. Lexicon universale
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
τρυγανώ — άω, και ασυναίρ. τ. τρυγονάω Α χτυπώ ελαφρά την πόρτα, θρυγανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά στον τ. μτχ. τρυγανῶσα και θα μπορούσε να θεωρηθεί παρ. τής λ. τρυγών με σημ. «κάνω έναν ελαφρό θόρυβο στην πόρτα». Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε θρυγανῶσα,… … Dictionary of Greek
gerebh- — gerebh English meaning: to scratch, write Deutsche Übersetzung: “ritzen” and Verwandtes Material: 1. gerbh : Gk. γράφω “ scratch, carve, cut, mark by cutting or scratching, write “ (*gr̥bhō), γράμμα “alphabetic letter”, γραμμή… … Proto-Indo-European etymological dictionary