-
1 καταγλωττιζω
(только impf. κατεγλώττιζον и part. pf. pass. κατεγλωττισμένος)1) сладострастно целовать2) оглушать болтовней3) молоть языком, сплетничатьδιέβαλλε καὴ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου Arph. — (Клеон) оклеветал и оболгал меня
-
2 καταγλωττίζω
A bill, kiss wantonly by joining mouths and tongues, Com.Adesp.882: hence, μέλος κατεγλωττισμένον wanton, lascivious song, Ar.Th. 131.IV (γλῶσσα 11.2
) in [tense] pf. part. [voice] Pass., composed of far-fetched words,λέξις Philostr.VA 1.17
, Eun.VSp.496.25D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγλωττίζω
-
3 μάνδαλος
μάνδᾰλ-ος, ὁ,A = βάλανος 11.4, Zeno [voice] Med. ap. Erot.s.v. ἄμβην, Artem. 2.10:—hence [suff] μανδᾰλ-όω, Hsch. s.v. τυλαρώσας; [suff] μανδᾰλ-ωτός, ή, όν, with the bolt shot, -τόν· εἶδος φιλήματος, perh. kiss with the tongue protruded, Phot., cf. Telecl.13: hence, lascivious,μέλος.. κατεγλωττισμένον καὶ μ. Ar. Th. 132
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάνδαλος
-
4 κατα-γλωττίζω
κατα-γλωττίζω, züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. μέλος ϑηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη λέξις u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… … Dictionary of Greek