-
1 ἐξηχέω
A sound forth, LXX Jl. 3(4).14, Nech. ap. Vett.Val.241.17: c. acc. cogn., τὸ κύκνειον ἐξηχεῖν sound forth the swan's song, i.e. give vent to dying prayers, Plb.30.4.7, cf. Ph.2.24:—[voice] Pass., Id.2.107, 1 Ep.Thess.1.8, Hsch., etc.II utter senseless sounds, of idiots, Polem.Phgn.51.
См. также в других словарях:
κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο … Dictionary of Greek