Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ+καλοῦπι

  • 41 политипаж

    α.
    1. παλ. εικόνα σε βιβλίου, ξύλο κτ.τ.
    2. καλούπι τυπωτικό, φόρμα.

    Большой русско-греческий словарь > политипаж

  • 42 пресс-форма

    θ.
    τύπος, καλούπι πίεσης.

    Большой русско-греческий словарь > пресс-форма

  • 43 припорошить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. припорошенный, βρ: -шен, -шена, -шено; ρ.σ.μ.
    επιπάσσω, πασπαλίζω. || αποτυπώνω με καλούπι.

    Большой русско-греческий словарь > припорошить

  • 44 распалубить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.
    αφαιρώ το ξύλινο καλούπι (του μπετόν)• ξεκαλουπώνω.

    Большой русско-греческий словарь > распалубить

  • 45 трафарет

    α.
    1. ιχνάριο• περίγραμμα.
    2. μτφ. στερεότυπο, καλούπι, ρουτίνα.

    Большой русско-греческий словарь > трафарет

  • 46 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

  • 47 штамп

    α.
    1. σφραγίδα, στάμπα (ιδρύματος, οργάνωσης).
    2. (τεχ.) μήτρα πρεσαρίσματος. || ιχνάριο.
    3. μτφ. στερεοτυπία, καλούπι, ρουτίνα.

    Большой русско-греческий словарь > штамп

  • 48 эталон

    α.
    1. μέτρο πρότυπο•

    эталон метра μέτρο πρότυπο•

    эталон веса πρότυπο μέτρο βάρους.

    || ακριβής μετρική συσκευή.
    2. μτφ. το στάνταρτ, ο τύπος, το καλούπι, το στερεότυπο.

    Большой русско-греческий словарь > эталон

  • 49 kalıplama

    καλούπωμα, καλούπι άσμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kalıplama

См. также в других словарях:

  • καλούπι — το (Μ καλούπι[ν]) 1. κοίλο στερεό σώμα μέσα στο οποίο χύνονται ρευστά υλικά για να πάρουν ορισμένο σχήμα, τύπος, φόρμα, μήτρα, πρότυπο 2. βοτ. δημώδης ονομασία τών φυτών που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστά ως ερείκη η ωραία και ερείκη η… …   Dictionary of Greek

  • καλούπι — το (λ. τουρκ.), μήτρα, φόρμα, πρότυπο: Για την κατασκευή των παπουτσιών χρησιμοποιεί καλούπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλουπιάζω — [καλούπι] βάζω σε καλούπι, καλουπώνω* …   Dictionary of Greek

  • καλουπώνω — [καλούπι] 1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ 2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ. 3. μτφ. απατώ, εξαπατώ 4. (με αισχρή… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — το 1. πλαστική ύλη στην οποία γίνεται αποτύπωση μορφής ή σχήματος. 2. το αρνητικό αποτύπωμα μορφής ή σχήματος σε εύπλαστη ύλη (κερί, γύψο κτλ.), μήτρα, φόρμα, καλούπι, «αρνητικό εκμαγείο». 3. (καταχρηστικά), ομοίωμα που κατασκευάζεται με χύσιμο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»