-
1 κακο-ήθης
κακο-ήθης, ες, von bösem Charakter, arglistig, hämisch, vgl. κακοήϑεια; Plat. vrbdt τὸ κακόηϑες καὶ ἀκόλαστον, Rep. III, 401 b; Dem. 18, 11 u. Folgende; auch adv., Plut. Pericl. 16. Auch von Sachen, κλειδία κακοηϑέστατα, Schlüssel von ganz verwünschter Art, Ar. Th. 422; von Krankheiten, bes. bösartigen Geschwüren, Hippocr. u. a. Medic.
-
2 βάσκανος
βάσκανος, ον (βασκαίνω), Böses nachredend, verläumderisch, neidisch, Ar. Equ. 103 Plut. 571; Plat. Ax. 369 a; öfter bei Dem., βάσκ. δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηϑες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν 18, 108; vgl. πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ βάσκανον καὶ φιλαίτιον 18, 242; oft Anth., Ἅιδης Erinn. 3 (VII, 712); μίτος Μοιρῶν Ep. ad. 582 ( App. 271); δαίμων ad. 656 (VII, 328). Der superl. in einer Dichterstelle bei Plut. de Tranquillit. 8. Als subst., Verläumder, Klätscher, Dem. 18, 132; καὶ συκοφάντης Strab. XIV p. 640. Bes. der behert, beschreit, Plut. Sympos. 5, 7; die Hexe, Rufin. 38 (V, 28).
См. также в других словарях:
κακοῆθες — κακοήθης ill disposed masc/fem voc sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόηθες — κακοήθης ill disposed masc/fem voc sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθης, -ης, κακόηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει κακό ήθος, ανήθικος, φαύλος, αυτός που γίνεται όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο: Αυτό αποτελεί κακοήθη συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
κακοελκής — και κακελκής, ές (Α) αυτός που πάσχει από κακόηθες έλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. ισο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κυλίνδρωμα — το ιατρ. καλοήθες ή κακόηθες επιθηλιακό νεόπλασμα, ανάλογα με την εντόπιση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindrome < cylindr(o) (< λατ. cylindrus < κύλινδρος) + κατάλ. ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη] … Dictionary of Greek
μαυροτήγανο — το (Μ μαυροτήγανον) κακόηθες έλκος ή μελάνωμα, κακό σπυρί νεοελλ. 1. τηγάνι που είναι μαύρο από τον καπνό 2. (χλευαστικά) μελαχρινός … Dictionary of Greek
μελανοκαρκίνωμα — το ιατρ. το κακόηθες μελάνωμα … Dictionary of Greek
μελανοσάρκωμα — το ιατρ. το κακόηθες μελάνωμα, το μελανοκαρκίνωμα … Dictionary of Greek