-
1 ветхость
ветх||остьж τό ἀπαρχαιωμένοΜ/ τό ἔσχατο[ν] γήρας (дряхлость):приходить в \ветхостьость γίνομαι ἐρείπιο. -
2 глубокий
глубок||ийприл в разн. знач. βαθύς:\глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα. -
3 достигать
достигатьнесов, достигнуть сое. φτάνω/ πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω (добиваться):\достигать успеха πετυχαίνω· \достигать цели πετυχαίνω τό σκοπό· \достигать глубокой старости φτάνω σέ βαθειά γεράματα, φτάνω σέ βαθύ γήρας. -
4 дряхлость
дряхл||остьж τά βαθειά γεράματα, τό ἔσχατο[ν] γήρας. -
5 преждевременный
преждевременн||ыйприл πρόωρος, ἀκαιρος:\преждевременныйые ро́ды ὁ πρόωρος τοκετός· \преждевременныйая старость τό πρόωρον γήρας, τά πρόωρα γηρατιά. -
6 ранний
ранн||ийприл1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:\раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά2. (о времени):с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·3. перен (о начальном периоде) πρώτος:\раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός. -
7 старость
ста́рост||ьж τά γεράματα, τά γερατιά, τά γηρατεΐα, τό γήρας:на \старостьи лет, под \старость στά γεράματα· в \старостьи στά γερατιά· дожить до глубокой \старостьи ζῶ <δς τά βαθειά γεράματα -
8 дряхлость
-и θ.απογέρασμα, απολεύκανση, έσχατον γήρας. -
9 Age
subs.Period of time: P. and V. αἰών, ὁ.Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Generation: Ar. and P. γενεά, ἡ, V. γονή, ἡ, γέννα, ἡ ; see Generation.Advanced in age: P. προβεβληκὼς τῇ ἡλικίᾳ, πόρρω τῆς ἡλικίας; see under Advanced (Advanced in years).One of the same age ( contemporary), subs.: Ar. and P. ἡλικιώτης, ὁ, P. and V. ἧλιξ, ὁ or ἡ, V. ὁμῆλιξ, ὁ or ἡ, συνῆλιξ, ὁ or ἡ ; see Contemporary.Of marriageable age, adj.: P. and V. ὡραῖος.He died at the age of sixty-seven: P. ἔτη γεγονὼς ἕπτα καὶ ἐξήκοντα ἀπέθανε.Be seven years of age: P. ἑπτὰ ἐτῶν εἶναι.Being about fifty years of age: P. γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα (Dem. 564).Those of the same age: P. οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ὄντες (Dem. 477).——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Age
-
10 Decrepitude
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decrepitude
-
11 Dotage
subs.P. and V. γῆρας, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dotage
-
12 Old age
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Old age
-
13 Possibly
adv.Can we posibly come to terms? Ar. ἔσθʼ ὅπως... ἐς λόγους ἔλθοιμεν; (Vesp. 471).Can Alcestis possibly come to old age? V. ἔστʼ οὖν ὅπως Ἄλκηστις ἐς γῆρας μόλοι; (Eur., Alc. 52).One could not possibly escape being ridiculous: P. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ἄν τις φύγοι τὸ καταγέλαστος γενέσθαι (Plat., Lach. 184C.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Possibly
-
14 Senility
subs.P. and V. γῆρας, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Senility
См. также в других словарях:
γῆρας — old age neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… … Dictionary of Greek
γήρας — γήρᾱς , γῆρας old age neut gen sg (doric aeolic) γήρᾱς , γηράσκω grow old imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) γήρᾱς , γηράω grow old pres ind act 2nd sg (attic) γήρᾱς , γηράω grow old imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηρᾷς — γηράσκω grow old pres subj act 2nd sg γηράσκω grow old pres ind act 2nd sg (epic) γηράω grow old pres subj act 2nd sg γηράω grow old pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηράς — γηρά̱ς , γηράσκω grow old pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦ γήρας, οἳον τοῖς ἔχουσι εἶ κακόν. — См. Старость не радость … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γηρᾶν — γῆρας old age neut gen pl (doric aeolic) γηράσκω grow old pres part act masc voc sg (doric aeolic) γηράσκω grow old pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γηράσκω grow old pres part act masc nom sg (doric aeolic) γηρᾶ̱ν , γηράσκω grow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηρῶν — γῆρας old age neut gen pl (attic epic ionic) γῆρος neut gen pl (attic epic doric) γηράσκω grow old pres part act masc voc sg γηράσκω grow old pres part act neut nom/voc/acc sg γηράσκω grow old pres part act masc nom sg (attic epic ionic) γηράω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήραος — γῆρας old age neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήρως — γῆρας old age neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia