-
1 εξερχομαι
(fut. ἐξελεύσομαι, aor. 2 ἐξῆλθον, pf. ἐξελήλυθα)1) выходить, уходить(πόλεως Hom., ἐκ τῆς πόλεως Plat. и τὸ ἄστυ Her.; χθονός Soph. и τέν χώραν Her., Arst.)
ἐ. τοῦ βίου Plut. — умирать2) выступать, отправляться(ἐκ Σπάρτης Her.; πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch.; ἐπὴ φορβῆς νόστον Soph.; ἐπὴ τέν θήραν Xen.; ἐκ τῆς πόλεως ἐπὴ θεωρίαν Plat.; στρατείαν Aeschin.; ἐπὴ τὸν πόλεμον Plut.)
3) переходить4) приходить, являться(ἐπί τινα Her.)
5) вступать, приступатьεἰς ἔλεγχον ἐξελθεῖν Eur. — подвергнуться испытанию;
εἰς χερῶν ἅμιλλαν ἐξελθεῖν τινι Eur. — вступить с кем-л. в рукопашный бой6) продвигаться вперед(ἐπὴ πλεῖστον Thuc.)
τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξελθεῖν Thuc. — совершить большую часть дела7) выходить, выделяться(τὸ σπέρμα ἐξέρχεται Arst.)
8) появляться (на свет), рождаться(τὸ παιδίον ἐξέρχεται Arst.)
9) высовываться(ἥ γλῶττα ἐξέρχεται μέχρι πόρρω Arst.)
10) расходоваться, тратиться11) уходить с государственного постаκαὴ ἐξεληλυθότες καὴ μέλλοντες Arst. — как прежние, так и будущие чиновники
12) ( о времени) проходить, миновать(ἐπειδὰν ὅ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat.)
τίς χρόνος τοῖσδ΄ ἐστὴν οὑξεληλυθώς ; Soph. — сколько времени прошло с тех пор?13) вывозиться, служить предметом вывоза14) исходить(οὐδεὴς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ΄ ἐμοῦ Plat.)
15) доходить, достигать(εἰς τέλος Hes.)
16) выходить за пределы, отклонятьсяεἴ ποτε ἐξέρχεται δυνατὸν δ΄ ἐστὴν ἐπανορθοῦσθαι Plat. — если есть какой-л. недочет, который может быть исправлен
17) исполняться, осуществлятьсяδοκέειν οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρησμόν Her. — (он сказал, что), по его мнению, предсказание сбылось
18) становиться, оказыватьсяἐξελθεῖν κατ΄ ὀρθόν Soph. — оканчиваться благополучно;
ἀριθμὸς καὴ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι Xen. — численность (войска) и в других местах может оказаться не меньше:φίλοι γενόμενοι ἐπὴ τελευτῆς ἐξέρχονται Arst. — в конце концов они оказались друзьями -
2 κατειρωνευομαι
См. также в других словарях:
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek
RESPONSA — Oracula sunt apud Poetas. Virg. Aen. l. 6. v. 799. Caspia Regna Responsis horrent Divûm. Ibid. v. 344. Hôc unô responsô animum delusit Apollo. Lucretius, l. 1. v. 737. Ex adyto tamquam cordis Responsa dedêre Sanctius, et multo certâ ratione magis … Hofmann J. Lexicon universale
κατειρωνεύομαι — (AM κατειρωνεύομαι) μεταχειρίζομαι ειρωνεία για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, ειρωνεύομαι υπερβολικά κάποιον, σκώπτω, περιπαίζω, χλευάζω («αὐτός... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 2.… … Dictionary of Greek
δελφικός — ή, ό (AM δελφικός, ή, όν) [Δελφοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει») αρχ. το θηλ. ως ουσ. η δελφική ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια … Dictionary of Greek
παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… … Dictionary of Greek
χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… … Dictionary of Greek