-
1 συν-τήκω
συν-τήκω, zusammenschmelzen, sowohl durch Schmelzen vereinigen, als durch Schmelzen auflösen und zerstören, u. übertr., verzehren; τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον, Eur. Med. 25; ἐμὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις, I. A. 398; im pass. u. im perf. act. intr. hinschmelzen, verzehren, hinschmachten; τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ' ὅδε; Med. 689; μὴ τῶν ἐμῶν ἕκατι συντήκου κακῶν, Or. 283; ἀγρίᾳ συντακεὶς νόσῳ, 34; συντηχϑείς, Suppl. 1106; ἐϑέλω ὑμᾶς συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτό, Plat. Conv. 192 e; ὅταν νέα συντακῇ σὰρξ ὑπὸ τοῦ πυρός, Tim. 83 b; u. übertr., συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ, Conv. 192 e.
См. также в других словарях:
συντήκω — ΝΑ 1. λειώνω διάφορες ύλες μαζί για να δημιουργήσω κράμα, μίγμα («ἄλειμμα τὸ δι ἐλαίου..., συντακέντος δι ὀλίγου κηροῡ», Πλούτ.) 2. συγχωνεύω νεοελλ. λειώνω εντελώς αρχ. 1. συγκολλώ με σύντηξη 2. διαλύω μαζί 3. φθείρω («τὸν πάντα συντήκουσα… … Dictionary of Greek