-
1 καλλίχορος
καλλί-χορος,, ον,A with fair dancing-grounds, epith. of cities, Od.11.581, h.Hom.15.2, Pi.P.12.26, E.Heracl. 359 (lyr.); of Olympia, B.10.32;ἀγορή Simon. 164.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίχορος
См. также в других словарях:
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek