-
1 καλλιχορος
21) с прекрасными площадями для хороводов(Πανοπεύς Hom.; πόλις Pind.; Ἀθῆναι Eur.; ἀγορά Anth.)
2) предназначенный для прекрасных плясок, хороводный(παιάν, στέφανος Eur.)
3) кружащийся в изящной пляске, ведущий хоровод(δελφῖνες Eur.)
τρόπον τὸν καλλιχορώτατον Arph. — в чудеснейшем хороводе
См. также в других словарях:
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek