-
1 συν-απ-ερείδω
συν-απ-ερείδω, mit od. zugleich unterstützen; τῷ λόγῳ σφοδρῶς συναπερείσας ἐπὶ τὸν Καίσαρα τὴν ὑπόνοιαν, Plut. Cic. 21; s. συνεπερείδω.
-
2 περι-έρχομαι
περι-έρχομαι (s. ἔρχομαι), herumkommen, -gehen; Hom. nur in tmesi; wie περίειμι, in der Reihe herumkommen und auf denselben Punkt zurück, übh. endlich wohin gelangen, ἡ ἡγεμονίη περιῆλϑε ἐς τὸ γένος τοῠ Κροίσου, Her. 1, 7, wie ἐς Δαρεῖον περιῆλϑε ἡ βασιληΐη, 1, 187, vgl. 3, 65. 140. 6, 111; auch ἐς φϑίσιν περιῆλϑε ἡ νοῠσος, 7, 88; καὶ ἀπῖκται ὁ πόλεμος ἐς ὑμᾶς, 7, 158; u. mit dem bloßen accus., ἡ τίσις περιῆλϑε τὸν Πανιώνιον, endlich kam die Rache über ihn, traf ihn, 8, 106; ὡς εἰς αὐτὸν περιεληλυ ϑὸς τὸ μίασμα, Plat. Legg. IX, 866 b; Folgde; περιελϑεῖν εἰς ἅπαντας τὸν λόγον, Plut. sept. sap. conv. 6; auch πάντα εἰς Καίσαρα, Alles ging auf ihn über, Anton. 56; bes. Sp. – Herumgehen, περιελϑόντες πάντοϑε περισταδόν, Her. 7, 225; περιελϑὼν ἔλαϑεν, Thuc. 4, 36, τὴν πόλιν, in der Stadt, Andoc. 1, 99; πᾶσαν γῆν μαστεύοντες, Xen. Ages. 9, 3; τὴν ἀγορὰν κύκλῳ, Dem. 19, 225; auch τινά, um Einen herumgehen, ihn umsteilen, listig umgehen, um ihn zu überfallen oder zu fangen, überlisten, betrügen, Ar. Equ. 1138; σοφίῃ μιν περιῆλϑε, Her. 3, 4; δι' ἀπάτης καὶ ὅρκων, Plut. Nic. 10; u. so auch ταῠτα ἰσχυρῶς περιελήλυϑε τοὺς πολλούς, diese Vorstellungen haben die Menge befangen, Luc. de luct. 10; absolut, οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείϑων, Plat. Apol. 30 a; περιέρχεται ἀπέραντον ὁδόν, Theaet. 147 c; ἐν κύκλῳ, polit. 283 c; auch ὅταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῠ περιέλϑῃ κύκλον, Tim. 39 c, öfter; u. von der Zeit, wie περιιέναι, verstreichen, vorübergehen, Xen. Cyr. 8, 6, 19, vgl. Her. 2, 93. – Auch wie περιπίπτω, εἰς δυςτυχίαν, in ein Unglück hineingerathen, so daß man rings davon umgeben ist.
-
3 περιέρχομαι
περι-έρχομαι, herumkommen, - gehen; wie περίειμι, in der Reihe herumkommen und auf denselben Punkt zurück, übh. endlich wohin gelangen; ἡ τίσις περιῆλϑε τὸν Πανιώνιον, endlich kam die Rache über ihn, traf ihn; πάντα εἰς Καίσαρα, alles ging auf ihn über. Herumgehen; τὴν πόλιν, in der Stadt; auch τινά, um einen herumgehen, ihn umsteilen, listig umgehen, um ihn zu überfallen oder zu fangen, überlisten, betrügen; von der Zeit: wie περιιέναι, verstreichen, vorübergehen; περιπίπτω, εἰς δυςτυχίαν, in ein Unglück hineingeraten, so daß man rings davon umgeben ist
См. также в других словарях:
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Πομπήιος — I Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων με τρεις διαφορετικούς κλάδους. Το 141 π.Χ. η οικογένεια έγινε «ευγενής». 1. Γναίος Πομπήιος Στράβων. Στρατηγός, που ως ύπατος έκανε επιτυχή εκστρατεία στον Κοινωνικό ή Συμμαχικό Πόλεμο. Ψήφισε τον Πομπήιο… … Dictionary of Greek
Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… … Dictionary of Greek
Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Κάσσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας, που αρχικά ανήκε στους πατρικίους και, αργότερα, στην τάξη των πληβείων. 1. Σπόριος Βικελίνος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Διετέλεσε τρεις φορές ύπατος και ήταν συντάκτης του πρώτου αγροτικού νόμου. Στην πρώτη… … Dictionary of Greek