-
1 δράκοντας
δράκοντας ο1) дракон;2) змий, дракон, символизирующий сатану. Изображается на иконах:η εικόνα δείχνει τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει τον δράκοντα — икона изображает Святого Георгия, убивающего дракона
В Новом Завете слово δράκων — встречается только в Апокалипсисе и означает сатану:και εβλήθη ο δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος διάβολος και ο σατανάς (Αποκάλυψη 12, 9) — И низвержен был великий дракон, древний змий, называемый диаволом и сатаною (Апок. 12, 9)
-
2 περιειλεω
обматывать, окутывать(σακκία περὴτοὺς πόδας τῶν ἵππων Xen.; τὸν δράκοντα τῶ αὐτοῦ τραχήλῳ περιειλήσας Luc.)
-
3 μαρπτω
(aor. 2 ἔμαπον - эп. μέμαρπον; part. pf. μεμαρπώς; inf. aor. μαπέειν)1) хватать, схватывать(χεῖρας σκαιῇ Hom.; τινὰ αὐχένος Pind.; τινὰ ποδός Soph.; γαμφηλῇσι δράκοντα Arph.)
ἀγκὰς μ. τινά Hom. — схватить кого-л. в объятья2) охватывать, овладевать(τὸν ὕπνος ἔμαρπτε Hom.)
σθένος μ. Pind. — набирать силу3) настигать, догонять(τινὰ ταχέεσσι πόδεσσιν Hom.)
4) достигать, касаться(χθόνα ποδοῖϊν Hom.; γῆρας Hes.)
5) поражать(τινὰ τόξοις Eur.)
См. также в других словарях:
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… … Dictionary of Greek
SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria … Hofmann J. Lexicon universale
Κολόμπ, Μισέλ — (Michel Colombe, Τουρ 1430; – 1511). Γάλλος γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γαλλικής τέχνης κατά τον 15o αι. Έζησε κυρίως στις πόλεις Μπουρζ και Τουρ. Η νεανική του δραστηριότητα είναι σχεδόν άγνωστη, ενώ από τα έργα … Dictionary of Greek
Κρότων — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Καλαβρίας. Ιδρύθηκε περίπου το 710 π.Χ. από Αχαιούς στις εκβολές του ποταμού Αισάρου. Μετά την κατάκτηση της ορεινής χώρας προς τα ΝΔ και των χαλκωρυχείων του κόλπου της Τερίνης, οι κάτοικοί της ίδρυσαν μικρό… … Dictionary of Greek
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek