-
1 ἐπι-χαρίττα
ἐπι-χαρίττα, dor. od. böot. imperat., = ἐπιχαρί. ζου, erzeige dich ihm gefällig, Ar. Ach. 884.
-
2 ἐπί-χαρις
ἐπί-χαρις, ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; ϑηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
-
3 ἐπίχαρις
ἐπί-χαρις, ι, anmutig, reizend, gefällig; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende -
4 ἐπιχαρίττα
ἐπι-χαρίττα, = ἐπιχαρί. ζου, erzeige dich ihm gefällig
См. также в других словарях:
Ἐπίχαρι — Ἐπίχαρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχαρι — ἐπίχαρις pleasing masc/fem voc sg ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχαρις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν Ρωμαία και μαρτύρησε με ξίφος κατά την εποχή του Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. * * * ἐπίχαρις, ι (AM) 1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι α)… … Dictionary of Greek