-
1 βούτυρον
βού-τῡρον, τό,A butter,τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51
, cf. Arist.Fr. 636, Plu.2.1109b, LXX Ge. 18.8, Sor.1.86, Dsc.2.72, Edict.Diocl.4.50:—also [full] βούτῡρος, ὁ, Gal.13.527.II a plant, Hsch.; ὄζει ὁ τόπος β. Ath.9.395a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούτυρον
См. также в других словарях:
πίον — τὸ, Α (ενν. γάλα) το πάχος, το λίπος τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πίων*] … Dictionary of Greek