-
1 ευήμερον
-
2 εὐήμερον
-
3 εὐ-ήμερος
-
4 εὐήμερος
См. также в других словарях:
εὐήμερον — εὐήμερος of a fine masc/fem acc sg εὐήμερος of a fine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… … Dictionary of Greek