-
1 δίχα
I Adv. in two, asunder,δ. πάντας.. ἠρίθμεον Od.10.203
;δ. πάντα δέδασται 15.412
;πλευροκοπῶν δ. ἀνερρήγνυ S. Aj. 236
;δ. πρίσαντες Th.4.100
;τέμνειν δ. Pl.Sph. 265e
;δ. διαλαβεῖν Id.Tht. 147e
;δ. τὸ στράτευμα ποιεῖν X.An.6.4.11
; δ. τὴν δύναμιν λαβεῖν catch the force divided, Th.6.10; ὅτι δ. πέφυκε (sc. ἡ Σικελία ) is divided against itself, Id.4.61: generally, apart, aloof,διαστῆναι Hdt.4.180
;κεῖσθαι Pi.P.5.93
; .2 metaph., at two, two ways, whether with others or oneself, at variance or in doubt,δ. δέ σφισι ἥνδανε βουλή Il.18.510
;δίχα θυμὸν ἔχοντες 20.32
;δ. δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἄητο 21.386
;δ. θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει Od.16.73
;δ. θυμὸς ὀρώρεται ἔνθα καὶ ἔνθα 19.524
;δίχα βάζομεν 3.127
; δ. μοι τὰ νοήμματα prob. in Sapph.36;μιῇ γλώσσῃ δ. ἔχειν νόον Thgn.91
, etc.;ἐγίνοντο δ. αἱ γνῶμαι Hdt.6.109
;δόξα δ' ἐχώρει δίχα E.Hec. 117
; differ,A.
Pr. 927;τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι δ. Id.Ag. 1369
;δ. ψηφίζεσθαι
on different sides,X.
Mem.4.4.8;ἐὰν δ. γένηται τὸ δικαστήριον Arist.Pol. 1318a40
.II Prep., c. gen., apart from, Emp.21.19; without, πυρός, ἄρσενος, A.Th.25, Ag. 861;ἀνθρώπων δ. S.Ph.31
;οἶος Ἀτρειδῶν δ. Id.Aj. 750
;μόνη.. φασγάνου δ. Id.Tr. 1063
;δ. τέλους Supp.Epigr.1.329.25
(Istros, i A. D.);δ. γνώμης ἐμῆς καὶ συγκαταθέσεως PFlor.58.8
(iii A. D.);δ. πραγμάτων Jul. Or.7.212a
, etc. -
2 τοπάζω
τοπάζω, 1) an einen Ort stellen, hinstellen, Hesych. – 2) auf einen Ort hinzielen, dah. übh. vermuthen, errathen, τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι δίχα, Aesch. Ag. 1342; Soph. frg. 225; Ar. Vesp. 73; τοπάζω γάρ σε ἔχειν τὸν λόγον αὐτόν, ich vermuthe, Plat. Phaedr. 228 d; φαίνεται οὐ κακῶς τοπάζειν περὶ τῆς φύσεώς σου, Theaet. 155 e; Sp.
-
3 τοπάζω
A aim at, guess, divine, ;ἃ δὲ δόξῃ τοπάζω, ταῦτ' ἰδεῖν σαφῶς θέλω S.Fr. 235
;τοπάζετε Ar.V.73
;τ. περί τινος Pl.Tht. 155d
: folld. by a relat. clause, ib. 151b; εἴτε.., εἴτε μὴ .. Id.Chrm. 159a: folld. by acc. et inf., Id.Grg. 489d, Phdr. 228d:—[voice] Pass.,νέον τι γίνεσθαι ἐτοπάσθη D.C.78.25
. (The literal sense to put in a place, given by Hsch., is not found in classical Gr.)
См. также в других словарях:
τοπάζω — Α [τόπος] 1. τοποθετώ 2. υποθέτω, υπολαμβάνω, θεωρώ («τὸ γὰρ τοπάζειν τοῡ σάφ εἰδέναι δίχα», Αισχύλ.) 3. (με εξαρτημένη πρότ. που εισάγεται με το εἰ) υποπτεύομαι μήπως... («τοπάζειν εἴτε... εἴτε μή», Πλάτ.) … Dictionary of Greek