-
21 πευστήριος
A of or for inquiry, ὅπως πευστηρίαν θοινασόμεσθα (sc. θυσίαν ) a sacrificial feast for learning the will of the gods, cj. for παστηρίαν in E.El. 835.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πευστήριος
-
22 πιαντήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιαντήριος
-
23 πιεστήριος
II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; [dialect] Dor. πιαστήριον Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστήριος
-
24 πλυντήριος
πλῠν-τήριος, ον,A of or for washing: Πλυντήρια (sc. ἱερά), τά, a festival at Athens (on the 25th Thargelion), in which the clothes of Athena's statue were washed, IG12.842, X.HG1.4.12, Lycurg.Fr.44, Plu.Alc.34, Phot.s.v.καλλυντήρια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλυντήριος
-
25 πρακτήριος
πρακ-τήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρακτήριος
-
26 προπεμπτήριος
προπεμπ-τήριος, ον, = sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπεμπτήριος
-
27 σβεστήριος
A serving to quench or put out, κωλύματα [πυρὸς] ς. Th.7.53: as Subst.,σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56
, cf. Plu.Cam.34, etc.: metaph.,σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.All.20
; σ. ἰάματα (for a fever) Orib.Eup. 3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σβεστήριος
-
28 συντακτήριος
συντακ-τήριος, ον,A arranging, EM421.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντακτήριος
-
29 φαρμακτήριος
A = φαρμακευτικός, Lyc.1138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακτήριος
-
30 φυλακτήριος
A serving as a protection,τὰ περί τι φ. Pl.Lg. 842d
, [suff] φῠλᾰκ-της, ου, ὁ, one who preserves,τῶν ἰδίων ἐθῶν Ph.2.577
(pl.), sed leg. -τικοί.II = φυλακτήρ, a magistrate at Cumae, Plu.2.291f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτήριος
-
31 ψυκτήριος
A cooling, ψ. πτερά, i. e. fans, Achae.10, cf. Hp.Loc.Hom.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυκτήριος
-
32 ἀκεστήριος
ἀκεσ-τήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκεστήριος
-
33 ἀλκτήριος
ἀλκ-τήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλκτήριος
-
34 ἀμυντήριος
ἀμυν-τήριος, ον,A defensive, ὅπλα (i. e. weapons in general) Pl.Lg. 944d, cf. D.S.3.54, D.H.5.46, Str.7.3.17, 17.1.54; : c. gen., φάρμακον ἀ. γήρως antidote for.., Ael.NA6.51;πόαι τῶν δηγμάτων ἀ. 12.32
.II Subst. [suff] ἀμυν-τήριον, τό, means of protection, Pl.Plt. 279c sq.; defence, bulwark, Plb.18.41a.2; weapon, Plu.2.714f; ἀ. τοῦ κακοῦ antidote for.., Ael.NA3.41; ἀ. ἐξ ἀπόρων way of escape from.., ib.3.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυντήριος
-
35 ἀποβατήριος
A as protector of persons landing, Arr. An.1.11.7; of Artemis, IGRom.4.1539 ([place name] Erythrae).II τὰ ἀ. (sc. ἱερά) offerings made on landing, St.Byz. s.v. Βουθρωτός, Poll.2.200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβατήριος
-
36 ἁρπακτήριος
ἁρπακ-τήριος, ον,A = ἁρπακτικός, Lyc.157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπακτήριος
-
37 ἐκλουτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλουτήριος
-
38 ἡδυντήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυντήριος
-
39 ἰθυντήριος
A guiding, directing, S.Ichn.73.II Subst. -τήριον, τό, laurel-bough, used by diviners, Hsch.; = regimen, Gloss.2 -τηρία, ἡ,= canalis, ib. (prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθυντήριος
-
40 ἱκτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱκτήριος
См. также в других словарях:
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
ευφημητήριος — εὐφημητήριος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ φημώ + κατάλ. τήριος (πρβλ. νικη τήριος, υμνη τήριος)] … Dictionary of Greek
θαλπτήριος — α, ο (Α θαλπτήριος, ον) αυτός που θάλπει, που θερμαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ ω + κατάλ. τήριος (πρβλ. εξιλασ τήριος, θρεπ τήριος)] … Dictionary of Greek
ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… … Dictionary of Greek
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek
κρατυντήριος — κρατυντήριος, ία, ον (Α) 1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
κρεμαστήριος — ο 1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ 3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο) η κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ (πρβλ. ἐκρέμασ α τού κρεμώ) + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, κινη τήριος] … Dictionary of Greek
λυπητήριος — λυπητήριος, ία, ον (Α) αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, μονασ τήριος)] … Dictionary of Greek
πιαντήριος — ία, ον, Α 1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῑς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. θερμαν τήριος … Dictionary of Greek
πλουτιστήριος — α, ον, Α αυτός που μπορεί να καταστήσει κάποιον πλούσιο, πλουτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. βασανισ τήριος, χαρισ τήριος)] … Dictionary of Greek
φοιβαστήριος — ία, ον, ΜΑ καθαρτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβάζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. θυσιασ τήριος, καθαρ τήριος)] … Dictionary of Greek