-
1 κλίσις
A bending, inclination,τραχήλου Plu.Pyrrh. 8
; sinking of the sun, D.P.1095;ἀκτίνων ἰθεῖαν κ. Id.585
; bend of a river or tunnel, Agatharch.23, 25.2 = κλισία IV, Hp.Epid.7.77: pl., Ruf.Ren.Ves.1.III turning, of soldiers, ἐπὶ δόρυ ποιεῖσθαι τὴν κ. to the right, ἐφ' ἡνίαν (orἐπ' ἀσπίδα Ael.Tact.32
) to the left, Plb.3.115.10, 10.23.2, etc.; expld. asἡ κατ' ἄνδρα κίνησις Ascl.Tact.10.2
.IV region, dime, D.P. 615.V inflexion of nouns and verbs, D.T.632.8 (pl.), A.D.Pron. 12.14, al.;αἱ κατὰ πρόσωπον κ. Id.Synt.130.16
.b augment, EM 23.53.
См. также в других словарях:
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek