-
1 παρέξειμι
A ibo), pass by or alongside of,τὴν λίμνην Hdt.7.58
, cf. 109 ;παρὰ τὴν οἰκίαν Plu.2.754f
: abs., Hdt.3.14, 4.92, Th.8.62, E.Ph. 1248, Sosith.2.12 ; emerge, of sun from eclipse, Phld. Sign.10: c.acc.cogn., τὴν αὐτὴν ὁδὸν π. Hdt.5.12 : freq. of rivers, Paus. 4.31.2, etc.2 turn aside, metaph.,- ιόντος τοῦ λόγου Pl.R. 503a
; deviate from,τὴν τάξιν τῆς διδασκαλίας Paul.Aeg.3.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέξειμι
См. также в других словарях:
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek