-
1 прогорать
прогоратьнесов, прогореть сов1. (о дровах и т. п.) καίομαι, καταναλίσκομαι·2. (какое-л. время) καίω (ορισμένη ὠρα):лампа прогорела всю ночь ἡ λάμπα ἔκαιε ὅλην τήν νύκτα·3. перен разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω/χρεωκοπώ, πτωχεύω (разориться):де́ло прогорело ἡ δουλειά ἀπέτυχε.
См. также в других словарях:
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek