-
1 δια-δίδωμι
δια-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) von Hand zu Hand geben, überliefern, λαμπάδα ἀλλήλοις Plat. Rep. I, 328 a; ἀρχὴ διαδιδομένη Thuc. 1, 76; bes. λόγον, φήμην, verbreiten, ein Gerücht, Pol. 5, 39. 23, 2, 2 u. öfter; λόγος δι εδόϑη Xen. Cyr. 4, 2, 10; Plut. Thes. 6 u. öfter bei Sp.; εἰς τὴν πόλιν Plut. Sol. 8; τῇ σάλπιγγι διαδοϑείσης σιωπῆς, als durch die Trompete Ruhe hergestellt war, Flam. 10; auch intrans., sich verbreiten, τὸ πνεῦμα διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη Arist. H. A. 1, 18; auch = nachlassen, wie ἐνδίδωμι, Hippoer. – 2) vertheilen, unter mehrere, Plat. Tim. 64 b; Xen. Cyr. 1, 4, 10 u. öfter; An. 1, 10, 18; τὴν λείαν ἴσως τοῖς στρατιώταις Pol. 3, 76, 13; Sp. – 3) von sich geben, vom Unterleibe, Hippocr.
-
2 δια-θέω
δια-θέω (s. ϑέω, 1) hin u. her, umherlaufen; ἐν τῷ ἄστει Thuc. 8, 92; διά τινος, durch etwas hin, Plut. Caes. 26; ἀστέρες, Arist. Meteor. 1, 4, 5; ähnl. φόβος διαϑέων ἐν τῇ στρατιᾷ Xen. Cyr. 6, 2, 13. – 2) durchlaufen, von der Rede, Xen. Oec. 20, 3. – 3) um die Wette laufen, Piat. Theaet. 148 c; πρός τινα, Plut. ad. et am. discr. 23; τὴν ἱερὰν λαμπάδα, im Fackellauf, Sol. 1.
-
3 λοφνία
λοφνία, ἡ, = λοφνίς, Ath. XV, 701 a, vgl. 699 d, φάσκων οὕτω καλεῖσϑαι τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ λαμπάδα.
-
4 διαθέω
См. также в других словарях:
λαμπάδα — η 1. μεγάλο κερί: Η νονά τής χάρισε για την Ανάσταση μια λαμπάδα με κορδέλες. 2. μτφ., ορθός, στητός: Έχει κορμί λαμπάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИОАКИМ И АННА — [греч. ᾿Ιωακεμ κα ῎Αννα], святые, праведные (пам. 9 сент.), родители Пресв. Богородицы. И. и А., как и др. библейские праведники родственники Иисуса Христа по плоти, именуются в правосл. литургическом предании богоотцами. Термин θεοπάτωρ… … Православная энциклопедия
τροχάζω — ΝΜΑ [τροχός ή τρόχος] (για άλογο) πηγαίνω με τροχασμό μσν. αρχ. τρέχω αρχ. 1. βαδίζω γρήγορα, τρέχω 2. φρ. α) «τροχάζω ἐν τοῑς ὅπλοις» κάνω οπλασκία (Πολ.) β) «τροχάζω τήν λαμπάδα» τρέχω σε λαμπαδηδοδρομία … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek
αβγοκουλούρα — Το ψωμί ή τσουρέκι που συνηθίζεται στην Ελλάδα στις εορταστικές πασχαλινές ημέρες. Πήρε το όνομά της από το κόκκινο αβγό που σφηνώνουν πάνω της, πριν ψηθεί. Γίνεται με γάλα, αβγά, βούτυρο και αρωματικές ουσίες. Η α. νωρίς συνδέθηκε με την… … Dictionary of Greek