-
141 ἐκ-πράσσω
ἐκ-πράσσω, 1) ausmachen, vollführen; Aesch. Ag. 568; τόδ' ἐξέπραξεν, ὥστε Βόσπορον κλεῖσαι Pers. 709; vgl. Eur. Alc. 298; τοὖργον Soph. O. C. 945; ἐξέπραξαν ὡς δοῠναι δίκην Ant. 303; ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, der mich zur Seherinn machte, Aesch. Ag. 1248; τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε εἰς γόον, ihr habt das Jubellied in Jammer verkehrt, Eur. Bacch. 1161; τὸ ἐκπραχϑέν Plat. Legg. IX, 866 d. – Auch = tödten, Soph. O. C. 1655, wie Eur. Hec. 515. – In Prosa gew. 2) einfordern, eintreiben, Schulden, Abgaben; χρέος Aesch. Suppl. 467; τινὰ πολλὰ χρήματα, von ihm eintreiben, Thuc. 8, 108; τοὺς ταμίας ἐκπράττειν Plat. Legg. VI, 774 e; τὴν ζημίαν Xen. Lac. 8, 4; auch μητρῷον φόνον, den Mord rächen, Eur. Med. 1305, wie Or. 416, eigentl. αἵματος δίκην, die Buße für den Mord eintreiben, Herc. Fur. 43; und so im med., Δωριέος φόνον πρός τινος, an Jem. rächen, Her. 7, 158.
См. также в других словарях:
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… … Dictionary of Greek
осоуждениѥ — ОСОУЖДЕНИ|Ѥ (8), ˫А с. 1.Осуждение, порицание: Обрѣтъ сльзы храни ˫а вьсею силою своѥю. отъ ѡ||бь˫адани˫а и пи˫аньства. паче же отъ осѹждени˫а вьсѧкого чл҃вка. Изб 1076, 36–37; самомѹ же имѣти бечини˫а своѥго и лицемѣрьнааго поставльни˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προστιμώ — άω, Α [πρόστιμον] 1. (για δικαστήριο) επιβάλλω ποινή πρόσθετη ή βαρύτερη από εκείνην που ορίζει ο νόμος («προστιμᾱν τοὺς κρίνοντας τὴν δίκην ὅ, τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῑν», Πλάτ.) 2. μέσ. προστιμῶμαι, άομαι (για δικαστή) προτείνω την επιβολή… … Dictionary of Greek
προσαποτίνω — Α πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»] … Dictionary of Greek
τηρευτής — ὁ, Μ [τυρεύω] 1. τυρευτήρ* 2. μτφ. πανούργος, δολοπλόκος («ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia