-
1 ἱερόω
A consecrate, dedicate, Pl.Lg. 771b; [τὰν γᾶν] ἃν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν IG22.1126.16
(Amphict.); hιαρόντο ( = ἱερούντων)Ἀπόλλονος Ἐχέτο ἄγαλμα Berl.Sitzb.1927.8
([dialect] Locr., v B.C.); Thess. part. : [tense] pf. [voice] Pass.ἱερῶσθαι Th.5.1
, SIG 1006.4 (Cos, iii B.C.), etc.; ἱερωσύνην ἱερώσασθαι (v.l. ἱεράσασθαι) to be consecrated to a priesthood, Aeschin.1.19:—also [full] ἱερεόομαι,τὴν ἱερωσύνην ἀξίως ἱερεώσατο τοῦ θεοῦ IG22.1271.13
(iii B.C.); τῷ θεῷ οὗ ἂν ᾖ ἱερειωμένος ib.1183.32 (iv B.C.); Δωρίδος ἱερεωμένης (perh. [tense] pres. part. of ἱεράομαι = ἱερωμένης) IG2.1561 (iv B.C.).
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский