-
21 τέχνη
1) art2) skillΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τέχνη
-
22 Τέχνη θέλει το πριόνι, κι όποιος το κρατά, ιδρώνει
• Пилить пилой – гнуться спинойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τέχνη θέλει το πριόνι, κι όποιος το κρατά, ιδρώνει
-
23 Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη
– Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη– Πενιά τέχνας κατεργάζεται• Голь на выдумки хитраИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη
-
24 Μάθε τέχνη κι άσ'τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ'τηνε
Освой ремесло и оставь его, а когда наступит нужда используй это ремесло• Новому учиться – всегда пригодитьсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάθε τέχνη κι άσ'τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ'τηνε
-
25 Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε
• Делу обучиться всегда пригодитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε
-
26 umění
τέχνη -
27 art
τέχνη -
28 kunszt
τέχνη -
29 τέχναι
τέχνηart: fem nom /voc plτέχνᾱͅ, τέχνηart: fem dat sg (doric aeolic) -
30 τέχνηι
τέχνῃ, τέχνηart: fem dat sg (attic epic ionic) -
31 τεχνέων
τέχνηart: fem gen pl (epic ionic) -
32 τέχναιν
τέχνηart: fem gen /dat dual -
33 τέχναις
τέχνηart: fem dat pl -
34 τέχναισι
τέχνηart: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
35 τέχναισιν
τέχνηart: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
36 τέχνην
τέχνηart: fem acc sg (attic epic ionic) -
37 τέχνης
τέχνηart: fem gen sg (attic epic ionic) -
38 искусство
-а ουδ.τέχνη, καλλιτεχνία•принадлежит народу η τέχνη ανήκει στο λαό•
древнегреческое искусство η αρχαιοελληνική τέχνη•
искусство для -а ή искусство ради -а η τέχνη για την τέχνη•
изобразительные -а εικαστικές τέχνες•
произведние -а έργο τέχνης•
архитектурное αρχιτεκτονική τέχνη•
древнее искусство η αρχαία! Τέχνη•
прикладное искусство εφαρμοσμένες τέχνες•
военное искусство η στρατιωτική τέχνη•
искусство управления ικανότττα διοίκησης•
с большим -ом με μεγάλη τέχνη.
εκφρ.из любви к -у – από αγάπη για την τέχνη•по всем правилам -а – βλ. правило -
39 искусство
иску́сств||ос1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης. -
40 ремесло
-а, πλθ. ремёсла, -сел, -слам, ουδ.1. τέχνη•сапожное ремесло υποδηματοποιΐα, η τσαγγαρική•
столярное ремесло ξυλουργική τέχνη, η ξυλουργία•
слесарное ремесло η κλειθροποιΐα• η τέχνη του εφαρμοστή•
скорняжное ремесло βυρσοδεψική τέχνη•
переплтное ремесло βιβλιοδετική τέχνη.
2. επάγγελμα.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek