Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τέχνη+el+de

  • 121 historice [2]

    2. historicē, ēs, f. (ἱστορική sc. τέχνη), I) die Geschichtskunde, Diom. 482, 31. – II) die Erklärung der Schriftsteller, Quint. 1, 9, 1.

    lateinisch-deutsches > historice [2]

  • 122 iatraliptes

    iātralīptēs, ae, m. (ἰατραλείπτης), der Jatralipte, urspr. ein Gehilfe des Arztes bei Einreibungen usw. (reunctor medici, Plin. 29, 4), dann auch der Arzt selbst, der durch äußere Mittel und Vorschreiben einer geregelten Lebensweise heilt, Plin. ep. 10, 5 (4), 1; 10, 6 (22), 1; 10, 10 (5), 1: in Bädern, Petron. 28, 3; vgl. aliptes. – Dav. iātralīpticē, ēs, f. (ἰατραλειπτική sc. τέχνη), die Kunst des Jatralipten, Plin. 29, 4.

    lateinisch-deutsches > iatraliptes

  • 123 impaestator

    impaestātor (inpaest.), ōris, m., einer der die τέχνη εμπαιστική ausübt, d.i. die Kunst, Figuren in das Metall hineinzuarbeiten, Corp. inscr Lat. 8, 9427.

    lateinisch-deutsches > impaestator

  • 124 logica

    logica, ae, f. u. logicē, ēs, f. (λογική, sc. τέχνη), die Logik (rein lat. rationalis species philosophiae), Form logica, Boëth. in Cic. top. 1. p. 275, 21 u. p. 276, 19 B. Isid. orig. 2, 22, 1 u. 24, 7: Form logice, Boëth. in Cic. top. 1. p. 274, 21 B. – / Cic. de fin. 1, 22 u. de fat. 1 griech. λογική.

    lateinisch-deutsches > logica

  • 125 magice

    magicē, ēs, f., sc. ars (μαγικώ sc. τέχνη), die Zauberei, Zauberkunst, Plin. 30, 7 sqq.

    lateinisch-deutsches > magice

  • 126 musica

    mūsica, ae, f. u. mūsicē, ēs, f. (μουσική sc.τέχνη), die Musenkunst, die Musik, im Sinne der Alten, mit Inbegriff der Dichtkunst, militaris, Gell.: musicam tractare, Cic.: musica socci et cothurni, komische u. tragische Poesie, Auson. – musicam u. musicen scire, Vitr.: et musicen et litteras docere, Quint.

    lateinisch-deutsches > musica

  • 127 penetica

    pēnētica, ae, f. (πεινητική, verst. τέχνη), die Hungerleiderkur, peneticam facere, aufs Trockene gesetzt sein, Cael. in Cic. ep. 8, 1, 5 ed. Klotz.

    lateinisch-deutsches > penetica

  • 128 plastice

    plasticē, ēs, f. (πλαστική, sc. τέχνη), die Kunst, aus Ton, Gips usw. zu bilden, die Plastik, Plin. 35, 151. – Andere Form plastica, ae, f., b. Tert. de cult. fem. 2, 2 u. 5 u.a.

    lateinisch-deutsches > plastice

См. также в других словарях:

  • Τέχνη —         (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… …   Философская энциклопедия

  • τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

  • συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»