-
1 τέταρτος
τέταρτος, η, ον, [dialect] Ep. also [full] τέτρᾰτος (q.v.), [dialect] Boeot. [full] πέτρᾰτος (q.v.),II τὸ τέταρτον as Adv., the fourth time, 5.438, etc.: without Art., fourthly, Pl.Phdr. 266e: regul. Adv. - τως, fourfold, Id.Ti. 86a.1 (sc. ἡμέρα) the fourth day, Hes.Op. 800, X.An.4.8.21.2 (sc. μοῖρα) a liquid measure, Hdt.6.57:—also, a measure of weight,λαβὼν χρυσοῦ τετάρτας <β> PMag.Leid.V.6.24
, cf. 6.22.3 tax of 25%,τ. ἐπὶ τοῖς καρποῖς App.Mith.83
, cf. SIG4.8 (Cyzicus, vi B.C.); ὧν τετάρτη goods which pay a tax of 25%, PCair.Zen.12.59,70, al. (iii B.C.); τ. σιτοποιῶν ib.206.34 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέταρτος
-
2 τέταρτος
τέταρτοςfourth: masc nom sg -
3 τέταρτος
-
4 τέταρτος
τέταρτος and τέτρατος: fourth.— Adv. (τὸ) τέταρτον, for the fourth time, Il. 16.786, Il. 22.208.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τέταρτος
-
5 τέταρτος
τέταρτος, η, ον (Hom.+) fourth Mt 14:25; Mk 6:48; Ac 10:30; Rv 4:7 al.; B 4:5 (Da 7:7); Hs 9, 1, 6; 9, 15, 2f; 9, 21, 1. Subst. neut. τὸ τέταρτον (i.e. μέρος) the fourth part, quarter (Diod S 1, 50, 2; POxy 611; 1102, 9; 1293, 25 [II A.D.]; Jos., Ant. 14, 203) τὸ τέταρτον τῆς γῆς Rv 6:8.—DELG s.v. τέσσαρε. M-M. TW. -
6 τέταρτος
-η,-ον + Ч O 21-37-18-24-6=106 Gn 1,19; 2,14; 15,16; Ex 20,5; 28,20*Jos 15,7 τὸ τέταρτον the fourth part-רבע for MT דברה to Debir; *Jgs 14,15 τῇ τετάρτῃ the fourth-הרביעיfor MT ביעישׁה the seventh→TWNT -
7 τέταρτος
fourthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τέταρτος
-
8 τετράτη
τέταρτοςfourth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)τέτρατοςfourth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————τέταρτοςfourth: fem dat sg (attic epic ionic)τέτρατοςfourth: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 τετράτων
τέταρτοςfourth: fem gen pl (epic)τέταρτοςfourth: masc /neut gen pl (epic)τέτρατοςfourth: fem gen plτέτρατοςfourth: masc /neut gen pl -
10 τετάρτη
τέταρτοςfourth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————τέταρτοςfourth: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 τετάρτων
τέταρτοςfourth: fem gen plτέταρτοςfourth: masc /neut gen pl -
12 τετάρτως
τέταρτοςfourth: adverbialτέταρτοςfourth: masc acc pl (doric) -
13 τέταρτον
τέταρτοςfourth: masc acc sgτέταρτοςfourth: neut nom /voc /acc sg -
14 τέτρατον
τέταρτοςfourth: masc acc sg (epic)τέταρτοςfourth: neut nom /voc /acc sg (epic)τέτρατοςfourth: masc acc sgτέτρατοςfourth: neut nom /voc /acc sg -
15 τετράτοις
τέταρτοςfourth: masc /neut dat pl (epic)τέτρατοςfourth: masc /neut dat pl -
16 τετράτου
τέταρτοςfourth: masc /neut gen sg (epic)τέτρατοςfourth: masc /neut gen sg -
17 τετάρταις
τέταρτοςfourth: fem dat pl -
18 τετάρτην
τέταρτοςfourth: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 τετάρτης
τέταρτοςfourth: fem gen sg (attic epic ionic) -
20 τετάρτοις
τέταρτοςfourth: masc /neut dat pl
См. также в других словарях:
τέταρτος — fourth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
τέταρτος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε σειρά μετά τον τρίτο και πριν από τον πέμπτο: Στον ακοντισμό ήρθε τέταρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράτων — τέταρτος fourth fem gen pl (epic) τέταρτος fourth masc/neut gen pl (epic) τέτρατος fourth fem gen pl τέτρατος fourth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετάρτων — τέταρτος fourth fem gen pl τέταρτος fourth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετάρτως — τέταρτος fourth adverbial τέταρτος fourth masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέταρτον — τέταρτος fourth masc acc sg τέταρτος fourth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρατον — τέταρτος fourth masc acc sg (epic) τέταρτος fourth neut nom/voc/acc sg (epic) τέτρατος fourth masc acc sg τέτρατος fourth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφρήν — Τέταρτος φαραώ της 4ης δυναστείας της Αιγύπτου. Βλ. λ. Χεφρήν … Dictionary of Greek
Μυκερίνος — Τέταρτος φαραώ της 4ης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου (2609 2586 π.Χ.), γιος του Χέοπα. Το όνομά του ήταν Μενκερές ή Νετέρ Μενκέουρε, δηλαδή θείος Μυκερίνος, αλλά ο Ηρόδοτος το ελληνοποίησε σε Μ. Ο Μ. οικοδόμησε την τρίτη πυραμίδα της Γκίζας,… … Dictionary of Greek
τετράτη — τέταρτος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) τέτρατος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)