-
1 προς-εν-τέλλομαι
προς-εν-τέλλομαι, noch dazu auftragen, befehlen; Xen. Cyr. 4, 5, 34; Pol. 14, 2, 6.
-
2 περι-τέλλομαι
περι-τέλλομαι, umlaufen u. seinen Kreislauf vollenden, ablaufen; bes. von der Zeit, ἔτεος περιτελλομένου, als das Jahr umlief, während des Umlaufs eines Jahres, Od. 11, 295. 14, 294, u. im plur., περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, Il. 2, 551, vgl. 8, 404. 418; so auch Soph. περιτελλομέναις ὥραις, O. R. 156, wie Ar. Av. 696 u. sp. D., bei Plut. Symp. 7, 1, 1, Arat. 693 u. öfter, der so auch 828 das act. hat, vom Aufgehen der Gestirne.
-
3 κατ-εν-τέλλομαι
κατ-εν-τέλλομαι, auftragen, befehlen, τινί, Sp.
-
4 δι-εν-τέλλομαι
δι-εν-τέλλομαι, auftragen, ὀξέως, Ios.
-
5 ὑπο-τέλλομαι
ὑπο-τέλλομαι, darunter hervorkommen, daraus entstehen, Ap. Rh. 2, 83.
-
6 διεντέλλομαι
-
7 κατεντέλλομαι
κατ-εν-τέλλομαι, auftragen, befehlen -
8 περιτέλλομαι
περι-τέλλομαι, umlaufen u. seinen Kreislauf vollenden, ablaufen; bes. von der Zeit; ἔτεος περιτελλομένου, als das Jahr umlief, während des Umlaufs eines Jahres; vom Aufgehen der Gestirne -
9 προςεντέλλομαι
προς-εν-τέλλομαι, noch dazu auftragen, befehlen -
10 ὑποτέλλομαι
ὑπο-τέλλομαι, darunter hervorkommen, daraus entstehen
См. также в других словарях:
τέλλομαι — Α αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ. β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
τέλλομαι — τέλλω accomplish pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας … Dictionary of Greek
περιτέλλομαι — Α 1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ 2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι,… … Dictionary of Greek