-
21 ἀλῡσιτέλεια
ἀ-λῡσι-τέλεια, Schaden, Verlust -
22 ἀτέλεια
-
23 αὐτοτέλεια
αὐτο-τέλεια, Selbstständigkeit, Vollkommenheit -
24 ἐντέλεια
ἐν-τέλεια, ἡ, Vollendung, Vollkommenheit -
25 ἐπιτέλεια
ἐπι-τέλεια, ἡ, die Obrigkeit -
26 εὐτέλεια
-
27 ἡμιτέλεια
ἡμι-τέλεια, ἡ, Hälfte -
28 ἰσοτέλεια
ἰσο-τέλεια, ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger -
29 ἱστοτέλεια
ἱστο-τέλεια, ἡ, die Weberin -
30 λῡσιτέλεια
λῡσι-τέλεια, ἡ, Nutzbarkeit, Nutzen -
31 παντέλεια
παν-τέλεια, ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τριετηρικὴ παντ., die großen Mysterien. Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so -
32 πολυτέλεια
πολυ-τέλεια, ἡ, großer Aufwand -
33 συντέλεια
συν-τέλεια, ἡ, (1) das Zusammenentrichten, -bezahlen, gemeinschaftliche Beisteuer zu öffentlichen Abgaben; συντέλειαν ποιεῖν, eine Abgabe gemeinschaftlich entrichten; bes. in Athen ein Verein von 1660 Bürgern, die auf gemeinschaftliche Kosten ein Schiff für den Dienst des Staates ausrüsteten. Auch überh. Gemeinschaft, z. B. der Götter; bes. aber von politischer Zusammengehörigkeit, Bezirk einer Bundesgenossenschaft; ἀφιέναι κελεύων τῆς πρὸς σφᾶς συντελείας Λακεδαιμονίους, = aus dem achäischen Bunde entlassen; (2) gemeinsames Vollenden, gemeinsames Hinstreben auf ein Ziel; dah. τὴν συντέλειαν ἔχειν = vollendet sein; συντέλειαν λαμβάνει ὁ πόλεμος, er nimmt ein Ende; συντέλειαν ἐπιϑεῖναι od. ἐπιϑέσϑαι τοῖς ἔργοις, finem imponere. Bei den Gramm. das perfectum; (3) Bei späteren Philosophen wie ἐντελέχεια, die Wirklichkeit, Realität -
34 ὑποστιγμή
ὑπο-στιγμή, ἡ, das Komma, weil es eine Unterabteilung des Satzes bezeichnet, subdistinctio, oder weil der anfänglich die Stelle des Komma vertretende Punkt unten am Fuße des letzten Buchstaben stand; das Kolon μέση στιγμή, u. das Hauptpunktum am Ende des ganzen Satzes τελεία στιγμή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τελεία — τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc dual τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείᾳ — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης … Dictionary of Greek
τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέλεια — τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείας — τελείᾱς , τέλειος perfect fem acc pl τελείᾱς , τέλειος perfect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαι — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαν — τελείᾱν , τέλειος perfect fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek