-
1 εκγλυφω
См. также в других словарях:
ἐξεγλύψαντο — ἐκγλύφω scoop out aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκγλυφω
ἐξεγλύψαντο — ἐκγλύφω scoop out aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)