-
1 ophiaca
ophiaca, ōrum, n. (ὀφιακά), Gedichte od. Schriften über Schlangen, Plin. 20, 258.
-
2 ὀφιακός
-
3 ophiaca
ophiaca, ōrum, n. (ὀφιακά), Gedichte od. Schriften über Schlangen, Plin. 20, 258.
См. также в других словарях:
οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] … Dictionary of Greek