-
21 ἰατρεῖαι
-
22 ιατρειών
-
23 ἰατρειῶν
-
24 ιατρείαις
-
25 ἰατρείαις
-
26 ιατρείαν
-
27 ἰατρείαν
-
28 ιατρείη
-
29 ἰατρείῃ
-
30 ιατρείην
-
31 ἰατρείην
-
32 iatria
-
33 ἰατρεῖον
-ου τό N 2 1-0-0-0-0=1 Ex 21,19τὰ ἰατρεῖα expense of a cure, doctor’s feeCf. LE BOULLUEC 1989, 219; PRIJS 1948, 10 -
34 δυναστευτικός
A arbitrary, ; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib. 1272b3;πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145
S.;λόγος Plu.2.818a
; tyrannical,δούλωσις Porph.Abst.1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναστευτικός
-
35 λογίατρος
λογ-ίατρος, ὁ,A a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence [suff] λογ-ιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίατρος
-
36 λογοϊατρεία
λογο-ϊατρεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοϊατρεία
-
37 ἀρχιατρεία
ἀρχ-ιᾱτρεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιατρεία
-
38 ἰάτρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰάτρευσις
-
39 ἰᾱτρεῖον
ἰᾱτρεῖον, τό, Wohnung des Arztes, wo er seine Kunst ausübt; τὰ ἰατρεῖα, der Lohn des Arztes -
40 ἱππῑατρεία
ἱππ-ῑατρεία u. ἱππ-ῑατρία, ἡ, Pferdearzneikunst;
См. также в других словарях:
ἰατρεία — ἰᾱτρείᾱ , ἰατρεία healing fem nom/voc/acc dual ἰᾱτρείᾱ , ἰατρεία healing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιατρεία — η (ΑΜ ἰατρεία, Α ιων. τ. ἰητρείη) [ιατρεύω] η γιατρειά, η θεραπεία … Dictionary of Greek
ἰατρείᾳ — ἰᾱτρείᾱͅ , ἰατρεία healing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατρεῖα — ἰᾱτρεῖα , ἰατρεῖον surgery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιατρειά — η (AM ιατρεία, Μ και ἰατρειά) [ιατρεύω] 1. ίαση, θεραπεία 2. ανακούφιση 3. διόρθωση, επανόρθωση, αποκατάσταση(«δεν έχει γιατρειά» δεν διορθώνεται). [ΕΤΥΜΟΛ. αρχ. ιατρεύω > αρχ. ιατρεία > ιατρεία > γιατρειά] … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek
ἰατρείας — ἰᾱτρείᾱς , ἰατρεία healing fem acc pl ἰᾱτρείᾱς , ἰατρεία healing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лека — ж. лечение, пользование и самое лекарство , также леко, южн. (Даль), укр. лiк м., лiка ж. лекарство, излечение , ст. слав. лѣчьба ἰατρεία (Супр.), цслав. лѣкъ, болг. лек (Младенов 282), сербохорв. ли̏jек, род. п. лиjѐка, словен. lėk, чеш. lek,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Гиппиатрия — (от ΐππος лошадь и ίατρεία лечение [Гиппиатрия, гиппиатр, гипподром, гиппология и гипполог часто употребляются без придыхания иппиатрия, иппиатр и т. п.] наука, трактующая, в буквальном смысле слова, о лечении лошадей, следовательно, это часть… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
фтизиатри́я — и, ж. Раздел медицины, изучающий туберкулез легких и методы его лечения. [От греч. φθισις чахотка и ’ιατρεια лечение] … Малый академический словарь
Geriatrie — Eine gealterte Frau Die Geriatrie (von griech. γέρ|ων „alt“ und ἰατρεία „Heilkunde“), auch Alters oder Altenmedizin bzw. heilkunde, ist die Lehre von den Krankheiten des alternden Menschen. Dies betrifft vor allem Probleme aus den Bereichen der… … Deutsch Wikipedia