-
1 Weigh
v. trans.Weigh in the scales: Ar. and P. ἱστάναι.Weigh one set of pleasures against another: P. ἡδέα πρὸς ἡδέα ἱστάναι (Plat., Prot. 356B).Let him repeat another sentence and weigh it against mine: Ar. ἀλλʼ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω (Ran. 1389).Casting eyes on two and weighing them in his hands: V. δισσούς γʼ ἀθρήσας κἀπιβαστάσας χεροῖν (Eur., Cycl. 379).V. intrans.Have a certain weight: P. ἔχειν σταθμόν.To weigh forty talents: P. ἔχειν τεσσαράκοντα τάλαντα σταθμόν (Thuc. 2, 13).Weigh a mina: P. ἄγειν μνᾶν (Dem. 617).Have weight, influence: P. and V. ῥοπὴν ἔχειν, δύναμιν ἔχειν (Eur., Phoen. 440).When they have seen that all else has weighed less with you than the law: P. πάντα τἄλλα παρʼ ὑμῖν ἑορακότες ἀσθενέστερα τοῦ νόμου γεγενημένα.Be weighted with: V. βρίθειν (or pass.) (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weigh
См. также в других словарях:
ἡδέα — ἡδύς pleasant masc/fem acc sg (ionic) ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (epic ionic) ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέᾱ , ἡδύς pleasant fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤδεα — ἤ̱δεα , ἦδος delight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔδεα — οἶδα see plup ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδέ' — ἡδέα , ἡδύς pleasant masc/fem acc sg (ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (epic ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέϊ , ἡδύς pleasant masc/neut dat sg ἡδέϊ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδέας — ἡδέᾱς , ἡδύς pleasant fem acc pl (epic ionic) ἡδύς pleasant masc acc pl (epic ionic) ἡδύς pleasant masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek
брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
видьныи — (2*) пр. Видимый, зримый: бывшю бо свѣту ѡ(т)гнасѩ тма. бы(с) суша и родишасѩ стухи˫амъ чинове. и видно створишасѩ всѩ. н҃бо свою красоту вспри˫а. землѩ же свою. ГБ XIV, 63в; в роли с.: ѥлико на пути ходимъ. и ѡбои текуще. ли видныхъ ли злобныхъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κωτίλλω — (AM) [κωτίλος] φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.) αρχ. μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.) … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» … Dictionary of Greek