Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+ἐπιτήδεια

  • 1 втереть

    вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.
    1. εντρίβω, μαλάσσω•

    втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.

    2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.
    εκφρ.
    втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).
    εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•

    втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    || υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•

    втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.

    εκφρ.
    втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > втереть

  • 2 изловчиться

    изловчиться
    сов разг μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο, καταφέρνω ἐπιτήδεια

    Русско-новогреческий словарь > изловчиться

  • 3 ably

    adverb επιτήδεια

    English-Greek dictionary > ably

  • 4 artfully

    adverb επιτήδεια

    English-Greek dictionary > artfully

  • 5 slickly

    adverb έξυπνα,επιτήδεια

    English-Greek dictionary > slickly

  • 6 вывернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•

    вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.

    2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.
    3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.
    4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).
    1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•

    -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.

    3. αναστρέφομαι•

    рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.

    4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή.

    Большой русско-греческий словарь > вывернуть

  • 7 выкрасть

    -аду, -адешь, παρλθ. χρ. выкрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкраденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ,μ. κλέβω επιτήδεια, υποκλέπτω.
    φεύγω κρυφά, υπεκφεύγω, το σκάζω κρυφά.

    Большой русско-греческий словарь > выкрасть

  • 8 вышмыгнуть

    ρ.σ. διεκφεύγω, υπεκφεύγω, διολισθαίνω, το σκάζω κανονικά, επιτήδεια.

    Большой русско-греческий словарь > вышмыгнуть

  • 9 замазать

    ажу
    -ажешь
    ρ.σ.μ.
    1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.
    2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•

    замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•

    замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.

    3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•

    замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•

    щели βουλώνω τις χαραμάδες.

    4. λερώνω, πασαλείφω.
    εκφρ.
    замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•
    замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).
    λερώνομαι, πασαλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замазать

  • 10 здорово

    здо/ рово 1
    επίρ. (απλ.)
    1. πολύ• γερά, δυνατά•

    они вчера здорово выпили αυτοί χτες ήπιαν πολύ•

    мы здорово проголодали εμείς πεινάσαμε πολύ.

    2. καλά, έντεχνα• επιτήδεια•

    здорово сделано είναι καλοφτιαγμένο.

    здоро/во 2
    επίφ. (απλ.) γεια σου (σας)•

    здорово земляк γεια σου πατριώτη•

    здорово ребята γεια σας παιδιά.

    εκφρ.
    здорово жившь (живте)! – (απλ.) γεια σου (σας)! (за) здорово жившь (απλ.) χωρίς καμιά αιτία, χωρίς τίποτε, στα καλά καθούμενα.
    здоро/во 3
    επίρ.
    υγιώς. || ως κατηγ. είναι καλό για την υγεία•

    это для вас здорово αυτό είναι ωφέλιμο για την υγεία σας•

    детям здорово спать на воздух για τα παιδιά είναι καλό το να. κοιμούνται στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > здорово

  • 11 ловко

    1. επίρ.
    επιδέξια, επιτήδεια, σβέλτα.
    2. ως κατηγ. είναι πρόσφορα, άνετα, βολικά.
    3. θαυμάσια, θαΰμα, όπως χρειάζεται, μια χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > ловко

  • 12 ловчить

    -чу, -чишь
    ρ.δ. (απλ.) ενεργώ επιτήδεια, επιδέξια, καπάτσα.
    βλ. σημ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ловчить

  • 13 мошенничать

    ρ.δ. κλέφτω επιτήδεια, λαθροχειρώ, υπεξαιρώ• αισχροκερδώ

    Большой русско-греческий словарь > мошенничать

  • 14 присосать

    -осу, -осшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присосанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ. ροφώ• αντλώ•

    присосать воду нэсосом βγάζω νερό με την υδραντλία.

    κολλώ, επικάθομαι σφιχτά•

    пиявка -ла η βδέλλα κόλλησε (για να ρουφήξει αίμα).

    || χώνομαι, παρεισδύω• εισχωρώ επιτήδεια υπεισέρχομαι• παρεισφρέω.

    Большой русско-греческий словарь > присосать

  • 15 скользнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. скользить.
    (για σφαίρα, θραύσμα βλήματος κ.τ.τ.)• τραυματίζω ελαφρά, ξυστά.
    2. γλιστρώ, τρυπώνω, περνώ γρήγορα• κρύβομαι επιτήδεια.

    Большой русско-греческий словарь > скользнуть

  • 16 сноровить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.
    (απλ.)• ενεργώ επιτήδεια, επιδέξια• δράττομαι από κάτι. || (διαλκ.) επιπίπτω, πέφτω.

    Большой русско-греческий словарь > сноровить

  • 17 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

  • 18 ускользнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    1. (ξε) γλιστρώ, (εξ)ολισθαίνω• ξεφεύγω•

    рыба -ла из рук το ψάρι ξεγλίστρησε από τα χέρια.

    || φεύγω έρποντας.
    2. μτφ. διαφεύγω, φεύγω λαθραία, επιτήδεια.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανί-μαι, γίνομαι άφαντος.
    4. μτφ. αποφεύγω•

    ускользнуть от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > ускользнуть

  • 19 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 20 юлишь

    юлю, юлишь, ρ.δ.
    1. στριφογυρίζω, σβουρίζω, τριγυρίζω•

    муха юлит около него η μύγα στριφογυρίζει σ αυτόν.

    2. μτφ. γαλιφίζω, καλοπιάνω•

    юлишь перед начальником καλοπιάνω συχνά τον προίστάμενο.

    3. μτφ. ενεργώ επιτήδεια, μανουβράρω.

    Большой русско-греческий словарь > юлишь

См. также в других словарях:

  • ἐπιτηδεία — ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc/acc dual ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδείᾳ — ἐπιτηδείᾱͅ , ἐπιτήδειος made for an end fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτήδεια — ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πιτηδεία — ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc/acc dual ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπιτηδεία — ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc/acc dual ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδείας — ἐπιτηδείᾱς , ἐπιτήδειος made for an end fem acc pl ἐπιτηδείᾱς , ἐπιτήδειος made for an end fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιτήδει' — ἐπιτήδεια , ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl ἐπιτήδειε , ἐπιτήδειος made for an end masc voc sg ἐπιτήδειαι , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιτήδεια — ἐπιτήδεια , ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδείαν — ἐπιτηδείᾱν , ἐπιτήδειος made for an end fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτήδει' — ἐπιτήδεια , ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl ἐπιτήδειε , ἐπιτήδειος made for an end masc voc sg ἐπιτήδειαι , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»