Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+ἄστρα

  • 1 астра

    [άστρα] ουσ. θ. αστέρι

    Русско-греческий новый словарь > астра

  • 2 астра

    [άστρα] ουσ θ αστέρι

    Русско-эллинский словарь > астра

  • 3 беззвездный

    беззвездный
    прил ἄναστρος, χωρίς ἄστρα.

    Русско-новогреческий словарь > беззвездный

  • 4 блестеть

    блест||еть
    несов
    1. λάμπω/ σπινθηροβολώ (неровным блеском)/ φέγγω (светиться):
    звезды \блестетьят τά ἄστρα λάμπουν глаза \блестетьят ἀστράφτουν τά μάτια (του);
    2. перен λάμπω, διακρίνομαι; он не блещет умо́м αὐτός δέν διακρίνεται γιά τήν ἐξυπνάδα του.

    Русско-новогреческий словарь > блестеть

  • 5 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 6 небесный

    небесн||ый
    прил
    1. οὐράνιος:
    \небесный свод ὁ οὐράνιος θόλος, τό στερέωμα· \небесныйые светила τά οὐράνια σώματα, τά ἄστρα· \небесный цвет τό οὐρανί χρῶμα, τό γαλάζιο χρῶμα·
    2. (божественный) θεϊκός, θείος.

    Русско-новогреческий словарь > небесный

  • 7 сверкать

    сверк||ать
    несов ἀστράφτω/ ἀκτινοβολώ, λάμπω (блестеть):
    звезды \сверкатьают τά ἄστρα λάμπουν· мо́лння \сверкатьает ἀστράφτει· глаза \сверкатьа́ют гневом τά μάτια του ἀστράφτουν (или βγάζουν φωτιές) ἀπό θυμό.

    Русско-новогреческий словарь > сверкать

  • 8 светиться

    свети||ться
    λάμπω, ἀπαστράπτω (сиять)/ φωτοβολώ (блестеть):
    на небе \светитьсялись звезды στον οὐρανό ἐλαμπαν τά ἀστρα· в ее глазах \светитьсялась радость τά μάτια της ἐλαμπαν ἀπό χαρά.

    Русско-новогреческий словарь > светиться

  • 9 усыпать

    усыпать
    сов, усыпать несов στρώνω, γεμίζω:
    небо усыпано звездами ὁ οὐρανός εἶναι γεμάτος ἄστρα.

    Русско-новогреческий словарь > усыпать

  • 10 звезда

    -ы, πλθ. звзды θ.
    αστέρι, άστρο, αστέρας•

    падающая звезда διάττοντας αστέρας, αστροβολίδα, πεφτάστρι;•

    неподвижная απλανής αστέρας•

    полярная звезда πολικός αστέρας•

    утренняя звезда ο αυγερινός•

    вечерняя звезда ο αποσπερίτης•

    небо, усеянное -ами ουρανός αστερόεις.

    || κάθε τι πού έχει σχήμα αστεριού•

    пя-тикончная звезда το πεντάλφα•

    маршальская звезда το στραταρχικό αστέρι (παράσημο).

    || προσωπικότητα•

    звезда любви άστρο της αγάπης.

    || άσπρο σημάδι στο μέτωπο αλόγου•

    конь с белой -ой на лбу αστεράτο άλογο (μπάλης).

    εκφρ.
    морская звезда – το εχινόδερμο, αστερίας•
    до -ы – ως το βράδυ, ώσπου να βγουν τ αστέρια•
    - ы с нба хватает – πιάνει πουλιά στον αέρα (ικανότατος)•
    он родился под счастливой -ой – αυτός είναι σαββατογεννημένος (τον πάει η τύχη)•
    - экрана – αστέρι του κινηματογράφου•
    счш?ать -ы – μετρώ τ άστρα (χάσκω)•
    звезда падучаяπαλ. μετέωρο.

    Большой русско-греческий словарь > звезда

  • 11 проектировщик

    α.
    -ца, -ы θ.
    σχεδιαστής, -άστρια, -άστρα.

    Большой русско-греческий словарь > проектировщик

  • 12 чертёжник

    α.
    -ца, -ы θ.
    σχεδιαστής, -στρια, -άστρα.

    Большой русско-греческий словарь > чертёжник

См. также в других словарях:

  • ἀστρά — ἀστήρ star masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρα — ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλύβια Αστρά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 211 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 82 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαμπείας …   Dictionary of Greek

  • τἄστρα — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρ' — ἀστρά , ἀστήρ star masc acc sg ἀστρί , ἀστήρ star masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρ' — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • αστέρινος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στ άστρα 2. εκείνος που έχει πολλά άστρα 3. αυτός που προέρχεται από τ άστρα («αστέρινο φώς») 4. όποιος μοιάζει με άστρο ή έχει τη λάμψη του άστρου («αστέρινη ματιά») 5. ο αστεράτος* …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»