Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+ἄλογα

  • 21 двуконный

    επ.
    δίίππος•

    -ая подвода αμάξι με δυό άλογα.

    Большой русско-греческий словарь > двуконный

  • 22 дерби

    ουδ. άκλ. ιπποδρομία με τρίχρονα καί τετράχρονα άλογα, ντέρμπυ.

    Большой русско-греческий словарь > дерби

  • 23 долгий

    επ., βρ: долог, долга, долго; дольше κ. долее.
    1. μακρός, μακρύς, παρατεταμένος• μακρόχρονος•

    долгий путь μακρινός δρόμος•

    -взгляд παρατεταμένη ματιά•

    -ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα•

    -ая разлука μακρόχρονος χωρισμός.

    2. (γλωσ.) μακρόχρονος•

    долгий гласный μακρόχρονο φωνήεντο•

    долгий слог μακρόχρονη συλλαβή.

    εκφρ.
    - ие годы – πολλά χρόνια, επί μακρόν (χρονικόν διάστημα)•
    - ая песня – μακριά ανιαρή ιστορία•
    на -их – (μεσημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακριά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)•
    отложить на -ящик – βάζω στο χρονοντούλαπο.

    Большой русско-греческий словарь > долгий

  • 24 домчать

    -чу, -чишь ρ.σ.
    1. μ. μεταφέρω ολοταχώς ως•

    лошади мигом -ли нас до дому τα άλογα με μια ανάσα μας πήγαν ως το σπίτι.

    2. βλ. домчаться.
    φτάνω ολοταχώς ως•

    Большой русско-греческий словарь > домчать

  • 25 дыбиться

    -ится ρ.δ. ορθώνομαι, ανασηκώνομαι•

    волосы -лись οι τρίχες σηκώθηκαν,

    (για άλογα) σηκώνομαι στα πισινά πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > дыбиться

  • 26 заездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. καταπονώ, κατακουράζω μέ επίμοχθο βάδισμα•

    лошадей κατακουράζω τα άλογα.

    || μτφ. καταβασανίζω• κατατρώγω• κατατρύχω.

    Большой русско-греческий словарь > заездить

  • 27 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 28 запарить

    ρ.σ.μ.
    1. διαβρέχω, μουσκεύω με ζεστό νερό (για να φουσκώσει)•

    запарить бочку μουσκεύω το βαρέλι.

    2. (για μπάνιο) βλάπτω με υπερβολική χρήση ατμόλουτρου. || ιδροκοπώ•

    лошадей ιδροκοπώ τα άλογα.

    3. αρχίζω να βράζω με τον ατμό κλπ. ρ. βλ. парить 1.
    (απλ.),
    1. μουσκεύω.
    2. ιδροκοπώ• κατακουράζομαι.
    3. αρχίζω να βράζω με τον ατμό κλπ. ρ. βλ. париться 2

    Большой русско-греческий словарь > запарить

  • 29 запасной

    κ. запасный
    επ.
    1. εφεδρικός•

    -экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•

    -ые части ανταλλακτικά•

    -ой выход έξοδος κινδύνου•

    путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•

    запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.

    2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος.

    Большой русско-греческий словарь > запасной

  • 30 запрячь

    κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягши
    ρ.σ.μ.
    1. ζεύω•

    запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.

    2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•

    запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.

    καταπιάνομαι με βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > запрячь

  • 31 запустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•

    запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•

    запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.

    2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.
    3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.
    4. αφήνω• απολύω•

    запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.

    εκφρ.
    запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•
    запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•
    запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•
    запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).
    ρ.σ.μ.
    1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.
    2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•

    запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•

    запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.

    3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.
    4. αφήνω χέρσα τη γη.

    Большой русско-греческий словарь > запустить

  • 32 измочалить

    ρ. σ, μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Η3-мочаленный, βρ: -лен, -а, -о.
    1. ξεφτίζω μαστιγώνοντας•

    измочалить кнут об лошадей ξεφτίζω το μαστίγιο χτυπώντας τα άλογα.

    2. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω.
    ξεφτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > измочалить

  • 33 исхлестать

    -ещу, -щешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхлёстанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταμαστιγώνω, φραγγελώνω, καμουτσικίζω.
    2. φθείρω, σώνω μαστιγώνοντας•

    кучер -ал совсем кнут об лошадей μαστιγώνοντας τα άλογα, ο αμαξάς ξέφτισε το μαστίγιο.

    ξεφτίζω, φθείρομαι από το μαστίγωμα.

    Большой русско-греческий словарь > исхлестать

  • 34 конюшня

    θ.
    αλογοτροφείο, ιπποστάσιο.
    (αθρ.) τα άλογα. || ακάθαρτο (βρώμικο) μέρος.
    авгиевы -и η κόπρος του Άυγείου.

    Большой русско-греческий словарь > конюшня

  • 35 корм

    -а (-у), προθτ. о корме, на корме κ. на корму, πλθ. корми
    -ов α.
    1. ζωοτροφή, φορβή, νομή, τροφή•

    задавить -у лошадям βάζω τροφή στ άλογα•

    давить курам корм ταΐζω τις κότες.

    || (απλ.) τροφή ανθρώπων.
    2. βλ. кормление.

    Большой русско-греческий словарь > корм

  • 36 кормить

    кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•

    кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•

    кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•

    кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•

    кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•

    кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•

    кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.

    || θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•

    кормить грудью βυζαίνω•

    сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.

    2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•

    он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•

    дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.

    εκφρ.
    кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•
    кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•
    хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.
    τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•

    кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.

    Большой русско-греческий словарь > кормить

  • 37 кровный

    επ.
    1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•

    -ые родственники συγγενείς όμαιμοι•

    брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•

    -ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•

    -ые связи δεσμοί αίματος.

    2. ζωτικός, βασικός•

    кровный интерес ζωτικό συμφέρο.

    3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•

    -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.

    4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•

    кровный грек γνήσιος Ελληνας.

    5. με μόχθο•

    -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.

    εκφρ.
    враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•
    - ая вражда – θανάσιμη έχθρα•
    - ая месть – βεντέτα•
    - ая обида – μεγάλη προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > кровный

  • 38 масть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. χρώμα τριχώματος ζώων (κυρίως για άλογα)•

    лошадь вороной -и το μαύρο άλογο•

    серая масть γκρίζο χρώμα.

    2. (χαρτπ.) το χρώμα•

    червонная масть το χρώμα της κούπας.

    εκφρ.
    в масть; к -и; под масть – (απλ.) ταιριάζει, πηγαίνει•
    не под масть – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    одной -и; под одну масть – (απλ.) ένα και το ίόιο ή αυτό, το ίδιο πράγμα, ομοειδή πράγματα•
    всех -и – όλων των ειδών ή αποχρώσεων•
    оппортунизм всех -ей – οππορτουνισμός όλων των αποχρώσεων•
    к -и быть ή приходится – ταιριάζει, πηγαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > масть

  • 39 мухортый

    επ. (για άλογα) πυρρότριχος με κιτρινωπές ή λευκές κηλίδες.

    Большой русско-греческий словарь > мухортый

  • 40 мчать

    мчу, мчишь
    ρ.δ.
    1. μ. μεταφέρω με μεγάλη ταχύτητα. || έλκω, σύρω με μεγάλη ταχύτητα• παρασύρω βίαια.
    2. βλ. мчаться.
    μεταβαίνω, πηγαίνω με μεγάλη ταχύτητα•

    лошади мчатся τα άλογα τρέχουν καλπασμό.

    || (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > мчать

См. также в других словарях:

  • αλόγα — η 1. μεγεθυντικό του άλογο η φοράδα. 2. κοροϊδευτικά για μεγαλόσωμη γυναίκα: Βρε, τι αλόγα είναι αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… …   Dictionary of Greek

  • ἄλογα — ἄλογος without neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄλογα — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλογ' — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl ἄλογε , ἄλογος without masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»