-
1 невесть
επίρ. (απλ.)1. άγνωστο• ακατανόητο•невесть кто άγνωστο ποιος.
2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•невесть кто πολύ σημαντικός•
невесть что πολύ σημαντικό•
невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•
невесть сколько πάρα πολύ.
-
2 незначительно
επίρ.ασήμαντα κλπ. επ. -
3 немногий
επ.1. (μόνο στον πλθ.) μικρό μέρος μερικοί λίγοι•в -их словах με λίγα λόγια•
-ие вернулись μερικοί γύρισαν.
2. σε συνδυασμό μεεπ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, ασήμαντα.εκφρ.за -им дело стало – η καθυστέρηση έγινε από μικροπράγμα. -
4 отдалённо
επίρ.μακριά. || ελάχιστα, ασήμαντα. || σε απόσταση. -
5 чепуха
-и θ.1. ανοησίες, κουταμάρες, αρλούμπες, χαζοκουβέντες, σαχλαμάρες•, городить (молоть, нести) -у λέγω ανοησίες.2. τιποτένιο πράγμα. || μικροπράγματα, ασήμαντα πράγματα, κουροφέξυλα.
См. также в других словарях:
ἀσήμαντα — ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek
Νέα Καληδονία — (Nouvelle Caledonie). Νησί (19.058 τ. χλμ., 222.900 κάτ. το 2003) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, λίγο βορειότερα από τον Τροπικό του Αιγόκερω και σε απόσταση περίπου 1.500 χλμ. από τις ακτές της Αυστραλίας.Είναι υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας … Dictionary of Greek
OVIUM Notae — vel inustae, vel impressae. Calphurnius, nec Brutia desit Dura tibi, et liquidô simul unguine terra memento, Si sont rasa, linas: vivi quoque pondera melle Argenti coquito, lentumque bitumen aheno; Impressurus ovi tua nomina. Et Virg. Georgic. l … Hofmann J. Lexicon universale
άντζαλα — τα 1.ασήμαντα πράγματα 2.φρ. «άντζαλα, μάνταλα, σάνταλα» … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek
ακριδολογώ — [ακριδολόγος] 1. μαζεύω ακρίδες 2. παροιμ. «Η αλεπού είχε αργατειά κι εκείνη ακριδολόγα» (γι’ αυτόν που παραμελεί τις δουλειές του και ασχολείται με ασήμαντα πράγματα) 3. έχω πολύ μικρή σοδειά 4. ματαιοπονώ … Dictionary of Greek
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… … Dictionary of Greek